Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

18.8.74: Τούρκος αξιωματικός πυροβολεί και εκτελεί ανυπεράσπιστους έλληνες εγκλωβισμένους στη Γύψου που μετατρέπεται σε ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης

S=2234

18.8.74: ΤΟΥΡΚΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΙ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΓΚΛΩBΙΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΗ ΓΥΨΟΥ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Με την προέλαση των Τούρκων ύστερα από την κατάρρευση του μετώπου της Μιας Μηλιάς στις 14 Αυγούστου, κατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, τουρκικά αεροπλάνα άρχισαν να πετούν πάνω από τα ελληνικά χωριά τα οποία δεν είχαν ακόμα καταληφθεί.

Η εμφάνιση των αεροπλάνων με τον εκκωφαντικό θόρυβο προκαλεί αναστάτωση μέχρι πανικό στους κατοίκους και ιδιαίτερα τους απλοϊκούς χωρικούς που δεν είχαν δει ποτέ τους σιδερένια πουλιά στον αέρα να σχίζουν τον ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους και πολλές φορές να βομβαδίζουν ή να πολυβολούν και να σκορπούν το θάνατο με μόνο στόχο να αναγκάσουν τους λίγους που είχαν απομείνει στο χωριό να φύγουν.

Στη Γύψου σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων ανατολικά του Λευκονοίκου στο άκρο της ανατολικής περιοχής της Μεσαρίας, με την εμφάνιση των τουρκικών αεροπλάνων πάνω από το χωριό οι κάτοικοι το εγκατέλεψαν με οποιοδήποτε μέσο είχαν και κατευθύνθηκαν προς το Βαρώσι και τις βρετανικές βάσεις της Δεκέλειας, όπου συνέχισαν να καταφεύγουν χιλιάδες άλλοι Ελληνες Κύπριοι από τα γύρω χωριά.

Αλλοι κάτοικοι που δεν έχουν μέσο για να φύγουν ή είναι κτηνοτρόφοι ή γέροντες προτιμούν να παραμείνουν στο χωριό ή να ζητήσουν προστασία στα περιβόλια τους στην τοποθεσία "Περβόλια του Κούμα" παρά το διπλανό χωριό Μηλιά.

Τα λεμονόδενδρα τους παρέχουν κάλυψη τουλάχιστον από τα αεροπλάνα κι' οι 150 κάτοικοι που έχουν καταφύγει εδώ παραμένουν για μερικές ημέρες ανενόχλητοι.

Οι λίγες κουβέρτες που έχουν πάρει μαζί τους χρησιμοποιούνται κυρίως από τα γυναικόπαιδα. Οι πιο ηλικιωμένοι πηγαινέρχονται στο χωριό και φέρνουν τρόφιμα. Οι τούρκοι δεν έχουν καταφθάσει ακόμα στο χωριό κι' έτσι δεν έχουν κανένα πρόβλημα.

Ομως οι κάτοικοι καταγεύγουν στα περιβόλια παρά να κοιμούνται μέσα στα σπίτια τους.

Εξάλλου εδώ είναι όλοι μαζί και αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια.

Ομως δεν αργούν να φθάσουν και στη Γύψου οι πληροφορίες για τους βιασμούς και τους φόνους που έχουν διαπράξει οι εισβολείς στα άλλα χωριά. Και οι κάτοικοι κατατρομαγμένοι περιμένουν κι' αυτοί τη σειρά τους που δεν αργεί να έλθει. Και αποδεικνύεται χειρότερη από πολλά άλλα χωριά.

Στις 18 Αυγούστου, τέσσερις ημέρες μετά την κατάρρευση του Μετώπου της Μιάς Μηλιάς, ο Μιχαήλ Κτωρής ανεβαίνει στο τράκτορ του και πηγαίνει στο χωριό για να φέρει τρόφιμα στους 150 κατοίκους της Γύψου που μένουν μέσα στα λεμονόδενδρα. Εξω από από το χωριό συναντά στρατιώτες.

- Που πας;

- Σπίτι μου, να πάρω τρόφιμα.

- Πού είναι οι άλλοι κάτοικοι του χωριού;

- Στα περιβόλια.

- Να τους πεις να επιστρέψουν στο χωριό και δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Εμείς μόνο θα τους γράψουμε και θα τους δώσουμε ύστερα άδεια να κυκλοφορούν.

Ο Κτωρής επιστρέφει και ειδοποιεί τους συγχωριανούς του. Ετσι όλοι παίρνουν το δρόμο της επιστροφής στο χωριό.

Λίγες ώρες αργότερα οι Τούρκοι περικυκλώνουν μερικούς βοσκούς που έχουν μεταφέρει τα ζώα τους σε ένα αγροτικό λάκκο για να τα προτίσουν.

Μαζί τους είναι και μερικά γυναικόπαιδα. Εδώ είναι οι Χριστόδουλος Κούμας, Μιχαήλ Τσίγκης, Παναγής Φώτη, Μορφής Γιαννή, Γιακουμής Σάββα Καουρής με το γιο του Ανδρέα, τη σύζυγό του Ελένη και την Ευφροσύνη Σακκουρή Μίξη.

Ενας Τούρκος στρατιώτης τους πλησιάζει και αφού κοιτάζει τα χαρτιά τους διαπιστώνει ότι δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο που έχουν καταρτίσει οι συγχωριανοί τους.

Ενας αξιωματκός προχωρά προς αυτούς και παίρνει δυο πανωφόρια που έχουν πάντα μαζί τους τα βράδυα που "ξωκοιμίζουν" με τα ζώα τους στους αγρούς.

- Ποιου είναι τα πανωφόρια αυτά;

- Δικά μας.

- Είναι στρατιωτικά. Πού είναι ο στρατός;

- Δεν ξέρουμε. Δεν είδαμε κανένα.

- Δεν είδατε κανένα ώστε ... Τώρα θα σας δείξω...

Ο Τούρκος αξιωματικός επιτίθεται εναντίον του Μιχαήλ Τσίγκη, τον σπρώχνει κάτω στο έδαφος, τον ποδοπατά και τον κτυπά με το όπλο του στο κεφάλι. Ο Τσίγκης πονά, αλλά το ξέρει ότι αν αντισταθεί ίσως θα είναι χειρότερα μια και τριγύρω του βρίσκονται άλλοι εκατόν και πλέον πάνοπλοι Τούρκοι στρατιώτες, έτοιμοι να τρέξουν σε βοήθεια του αξιωματικού τους.

Ετσι υπομένει τα μαρτύρια αδιαμαρτύρητα. Ο Τούρκος αξιωματικός συνεχίζει να τον κυτπά μέχρι που κουράζεται... Το πιστόλι του ανεβοκατεβαίνει στο κεφάλι και στο στόμα του Τσίγκη. Και όπως αυτός σωριάζεται στο έδαφος, ο αξιωματικός στρέφει το πιστόλι εναντίον του Τσίγκη και πιέζει τη σκανδάλη.

Ο Τσίγκης αντιλαμβάνεται τι τον περιμένει και με μια ξαφνική κίνηση μετακινείται δεξιότερα. Η σφαίρα καρφώνεται στο έδαφος δίπλα από το αυτί του.

Ευτυχώς γι' αυτόν ο αξιωματικός δεν δίνει συνέχεια στο επεισόδιο. Και ο Τσίγκης αιματωμένος παραμένει στο έδαφος...

Ομως ο Τούρκος αξιωματικός φαίνεται ότι δεν έχει ακόμα ικανοποιηθεί από τον ξυλοδαρμό του Τσίγκη ή θέλει να δείξει την πυγμή του και σε άλλους ανυπεράπιστους Ελληνες.

Στη σειρά βρίσκεται ο Παναής Φώτη. Τον ρίχνει κι' αυτόν στο έδαφος και αρχίζει να τον κτυπά. Μετά κατευθύνεται προς τον Γιακουμή Σάββα Καουρή. Κάμνει και σ' αυτόν τα ίδια. Η σύζυγος του και το παιδί του που βρίσκονται δίπλα δεν μπορούν αν του προσφέρουν καμιά βοήθεια.

Ο τούρκος αξιωαματικός συνεχίζει να τον κτυπά με το περίστροφο του φωνάζοντας του:

- Είσαι της ΕΟΚΑ; Θα σε σκοτώσω.

- Τρομοκρατημένος ο Καουρής απαντά:

- Οχι, δεν ξέρω τίποτε, εγώ είμαι βοσκός.

Ο Τουρκος όμως δεν ακούει την απάντηση του Καουρή. Και όπως βρίσκεται στο έδαφος στρέφει και εναντίον του το πιστόλι του και πατά τη σκανδάλη. Ο Καουρής είναι πιο άτυχος από τον Τσίγκη. Η σφαίρα καρφώνεται στο κεφάλι του...

Ο Τούρκος αξιωματικός έχει τώρα ικανοοιηθεί. Και χαμογελαστός κοιτάζει το αίμα που τρέχει από την πληγή του Καουρή που αργοπεθαίνει αβοήθητος.

Ο Τούρκος αξιωματικός, αφού διατάζει τους άνδρες του να δέσουν τους άλλους και να τους μεταφέρουν κάτω από μερικά δένδρα απομακρύνεται φωνάζοντας:

- Τώρα που θα φύγω, κατακόψετε τους...

Ο Μορφής Γιαννή γνωρίζει τούρκικα και αντιλαμβάνεται την διαταγή. Και μόλις φεύγει ο αξιωματικός εξηγεί στους άλλους τι διέταξε τους άνδρες του. Η Ελένη Γιακουμή Καουρή που έχει χάσει ήδη τον άνδρα της και βλέπει και τον γιο της να κινδυνεύει δεν αντέχει. Χάνει για λίγο τις αισθήσεις της.

Για καλή της τύχη ένα αυτοκίνητο φαίνεται να τους πλησιάζει. Είναι ένας άλλος Τούρκος αξιωματικός. Και μαζί τους και κάποιος τουρκοκύπριος γνωστός του Μορφή. Ο Μορφής φωνάζει στον τουρκοκύπριο και τον παρακαλεί να επέμβει να μη τους κάνουν άλλο κακό.

Η παράκληση τους γίνεται αποδεκτή. Ετσι τους μεταφέρουν στο χωριό τους.

Ενώ οι βοσκοί μεταφέρονται στο χωριό, ο 17χρονος γιος του Γιακουμή Καουρή, ο Σάββας, περνά τη δική του περιπέτεια. Ο νεαρός μόλις βλέπει τους Τούρκους φεύγει παρέα με τον σκύλο του και κατευθύνεται προς τον Αγιο Γώργιο Σπαθαρικού, ανατολικότερα προς τον κόλπο της Αμμοχώστου, βίσκει μια μικρή σπηλιά, έξω από το χωριό και κρύβεται μέσα σ' αυτήν.

Αργότερα όταν οι Τούρκοι φθάνουν κι' εδώ κατευθύνεται προς το ξενοδοχείο "Σαλαμίς Μπέη", έξω από το Βαρώσι. Εδώ γνωρίζει τα κατατόπια γιατί πριν αρχίσει η εισβολή εργαζόταν στις οικοδομές.

Κρύβεται και πάλι στα βράχια, ενώ τα βράδυα πηγαίνει στο ξενοδοχείο και παίρνει τρόφιμα. Στη μικρή κρυψώνα του παρέμεινε μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 1974, δηλαδή δυο σχεδόν μήνες μετά την εσβολή, οπότε αποφασίζει να σπάσει τον κλοιό και να μεταβεί στις ελεύθερες περιοχές. Βρίσκει μια μικρή βάρκα στην παραλία και ξεκινά με κατεύθυνση το Βαρώσι. Οταν ξανοίγεται όμως τον αντιλαμβάνεται τουρκικό περιπολικό ελικόπτερο που τον αναγκάζει να κατευθυνθεί και πάλι στην ακτή. Από εκεί μεταφέρεται στις φυλακές στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας και στην αιχμαλωσία.

Πίσω στη Γύψου οι κάτοικοι περνούν δύσκολες στιγμές. Οι Τούρκοι έχουν πια θέσει όλο το χωριό υπό τον απόλυτο έλεγχο τους και λεηλατούν τα πάντα.

Σε ένα σπίτι μένει ο Φίλιππος Σύζυνος, με τη σύζυγο του Μηλιά και τα παιδιά τους και άλλους συγγενείς. Κάποια στιγμή ορμά μέσα στο σπίτι τους ένας Τούρκος στρατιώτης, ο οποίος παίρνει από τα χέρια τον Δημήτρη Φιλίπου Σύζυνο, γιο του Φίλιππου και προσπαθεί να τον απομακρύνει από το σπίτι. Η μητέρα του και η αδελφή του Μαρίκκα τον αγκαλιάζουν και προσπαθούν αν τον αρπάξουν από τα χέρια του Τούρκου στρατιώτη.

Ο στρατιώτης κατορθώνει να σύρει τον Δημήτρη σε μικρή απόσταση έξω από το χωριό και τον βάζει στο σημάδι. Ενώ ετοιμάζεται να πυροβολήσει, οι γυναίκες βάζουν τις φωνές. Για καλή τους τύχη τους ακούει ένας Τούρκος αξιωματικός που παρεμβαίνει αμέσως:

- Μπρακ πε (άφησε τον).

Οι μέρες γίνονται συνεχώς όλο και πιο δύσκολες στην Γύψου. Τα τρόφιμα έχουν εξαφανισθεί από το χωριό. Και όπως δεν τρώνε το χειρινό κρέας οι Τούρκοι, οι χωριανοί τους παρακαλούν να τους δώσουν άδεια για να μεταβούν στα χοιροστάσια ίσως φέρουν μερικούς χοίρους για να διανείμουν στους κατοίκους.

Η παράκληση γίνεται αποδεκτή. Και ο Αντώνης Παναγιώτη Γρηγορίου μαζί με μερικούς συγχωριανούς του φεύγουν για το χοιροστάσιο του συγχωριανού τους Δήμου Κουτσού. Οι χοίροι βρίσκονται τώρα ελεύθεροι και σε ημιάγρια κατάσταση. Και ο Γρηγορίου μαζί με τους άλλους τους καταδιώκουν για να τους συλλάβουν. Κάποια στιγμή βλέπουν νεκρό τον συγχωριανό τους βοσκό Δημήτρη Γιάλλουρο.

Η Γύψου βρίσκεται στο κέντρο ενός συγκροτήματος χωριών και οι Τούρκοι αποφασίζουν να την μετατρέψουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ετσι εκκενώνουν ένα, ένα τα γύρω χωριά και μεταφέρουν τους λίγους εγκλωβισμένους που έχουν απομείνει στο χωριό. Πρώτος σταθμός η Εκκλησία, όπου τους καταγράφουν. Οι νέοι διαχωρίζονται και οδηγούνται στην αιχμαλωσία, ενώ οι άλλοι μεταφέρονται στο σχολείο και σε άλλα σπίτια. Η ζωή γίνεται πιο δύσκολη. Και οι Τούρκοι προσπαθούν να εκμεταλλευθούν την παρουσία των νέων κοπέλλων που μεταφέρονται από τα γύρω χωριά...

Στη Γύψου έχει καταφύγει και η Ελένη Λούκα από τις Μάνδρες. Ενα βράδυ οι Τούρκοι προσπαθούν να προσεγγίσουν τις νέες και αυτή επεμβαίνει δυναμικά για να τους αποτρέψει. Ο Τούρκος στρατιώτης της επιτίθεται και την κτυπά στο πλευρό με το πόδι του. Η Ελένη τραυματίζεται σοβαρά, αλλά η επέμβαση της γλυτώνει τις νέες.

Την επομένη ο Τούρκος στρατιώτης την πλησιάζει:

- Ηταν ανάγκη να επέμβεις; Θα επάθαιναν τίποτε οι κοπέλλες αν δεν εφώναζες; της παραπονέθηκε ξεδιάντροπα.

Και αυτή του απαντά με ένα δίστιχο που αντικατοπτρίζει όλη τη σημασία της τιμής για μια γυναίκα κυπρία αγρότισσα:

"Παρά νάμαι πάνω στη γη

τζιαι νάμαι προσβαλμένη

καλλίτερα μέσα στη γη θαμμένη".

Ο Τούρκος στρατιώτης φεύγει. Το τραύμα όμως που έχει προκαλέσει στην Ελένη Λουκά θα την κάνει να υποφέρει για πολύ καιρό ακόμα.

Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1974 οι Τούρκοι συγκεντρώνουν αρκετούς νέους και από τις Μάνδρες που έχουν μεταφερθεί στην Γύψου και τους οδηγούν μέσω Τζιάους στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας.

Στο Τζιάος το λεωφορείο κάμνει σταθμό. Και οι Τούρκοι αποβιβάζουν από το αυτοκίνητό τους Πασχάλη Μ. Μοσφίλη, 53 χρόνων, Φοίβο Καραγιάννη, 36, Γεώργιο Χριστοδούλου, 40, Γιαννή Καραγιάννη 30 και Σωτήρη Χαμπή Χατζηπαναγή.

Στο ίδιο αυτοκίνητο είναι και ο Κυριάκος Σωτηρίου, 38 χρόνων, αγροφύλακας από το Λάπαθος, ο Δημήτρης Σύζυνος, 50 και ο Ττόμας Ομπασιης, 25 από τη Γύψου.

Τα λεωφορεία φεύγουν για τη Λευκωσία. Οι οκτώ κρατούνται στο Τζιάος.

Στο μεταξύ το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γύψου συνεχίζει να μεγαλώνει και ο πληθυσμός τώρα έχει ανέλθει στα 1,200 πρόσωπα. Οι "πρόσφυγες" ξερριζωμένοι από τα γύρω χωριά διαμένουν κατά δεκάδες μέσα στα μικρά δωμάτια των σπιτιών και στο σχολείο του χωριού.

Η Γύψου έχει μετατραπεί με τον καιρό ως το τελευταίο καταφύγιο των Ελλήνων πριν από τον τελικό ξερριζωμό.

Οι υγειονομικές συνθήκες είναι απαίσιες. Χωρίς γιατρό, χωρίς φάρμακα, χωρίς περιποίηση οι ηλικιωμένοι, ένας, ένας υποκύπτουν στο μοιαίο.

Μεταξύ αυτών που αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο "στρατόπεδο" αυτό είναι οι Μιχαήλ Παναγή Χοτλούλας, 80 χρόνων, Δέσποινα Χρυσοστόμου 90- Δέσποινα Δημήτρη 90, Μαρτού Παυλή 95, Μιχαήλ Σάββας Πάππουλος, όλοι από την Μηλιά, Σωτήρα Μιχαήλ από το Λάπαθος, Δέσποινα Γιωρκή Σταύρου από την Ακανθού, Χρίστος Ραμούντας από το Πραστειό, Παυλής Χατζηγρηγόρη 80 και Μάρκος Χούπου, 90.

Στην αρχή οι Τούρκοι επιτρέπουν στους Ελληνες να θάψουν τους νεκρούς τους στο κοιμητήριο του χωριού. Οταν όμως οι θάνατοι αρχίζουν να παλλαπλασιάζωνται οι Τούρκοι δεν αισθάνονται ούτε την ανάγκη να δώσουν στους συγγενείς τους την ευκαιρία να τους θάψουν όπως προβλέπουν οι κανόνες της Χριστιανοσύνης. Φέρνουν ένα "ντίκερ" και αφού ανοίγουν ένα μεάλο λάκκο τους πετάνε εκεί και τους σκεπάζουν με το χώμα δημιουργώντας μεγάλο ομαδικό τάφο.

Γύρω στα μέσα Σεπτεμβρίου, ύστερα από επανειλημμένα διαβήματα και διαμαρτυρίες της Κυπριακής Κυβέρνησης, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός επισκέπτεται το στρατόπεδο για πρώτη φορά. Οι αξιωματούχοι του Ερυθρού Σταυρού διαπιστώνουν τις άθλιες συνθήκες που ζουν οι εγκλωβισμένοι, αλλά δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά. Οι Τούρκοι τους συνοδεύουν σε κάθε τους κίνηση κι' έτσι δεν μπορούν να ακούσουν τα πραγματικά παράπονα των εγκλωβισμένων.

Η Χρυσταλλού Κουμή είναι πολύ άρρωστη. Την μεταφέρουν μάλιστα και στο πρόχειρο νοσοκομείο που έχουν στήσει οι Τούρκοι για να ρίχνουν στάκτη στα μάτια των ξένων αποστολών που φθάνουν στο χωριό από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό στη συνέχεια. Ομως το ιατρείο δεν διαθέτει χάπια. Και ενώ υποφέρει, κανένας δεν μπορεί να την βοηθήσει, η γριά πεθαίνει σε λίγο μέσα σε αφάνταστους πόνους.

Ο Λούτσιος Χαμπή, 73 χρόνων, από τις Μάνδρες, υποφέρει από διαβήτη και χρειάζεται ειδική θεραπεία και ειδικό διαιτολόγιο.

Μέσα σ' αυτές όμως τις συνθήκες όπου οι Τούρκοι δίνουν στους εγκλωβισμένους ένα κομμάτι ψωμί για να περάσουν τρεις μέρες, το ξεχωριστό φαγητό είναι κάτι περισσότερο από πολυτέλεια.

Ο γέροντας ζητά να τον μεταφέρουν τουλάχιστο στο γιατρό. Πραγματικά σε λίγες ημέρες φθάνει ο γιατρός, αλλά ούτε μπαίνει στον κόπο να τον εξετάσει στην αρχή. Ο γέροντας επιμένει και τελικά κατορθώνει να έλθει σε επαφή με τον γιατρό.

- Γιατρέ μου είμαι διαβητικός και θέλω να μου δώσετε κάτι για να ελέγχω τον εαυτό μου.

- Δεν έχω τέτοιο πράγμα.

Πολυτέλειες και πάλι γυρεύει ο γέροντας. Επιστρέφει στο σπίτι του απογοητευμένος. Κι' έτσι σκεφτικός όπως περπατά γλυστρά μέσα σε ένα σκαλί και πέφτει στο έδαφος, τραυματίζεται σοβαρά στο γόνατο. Από το τραύμα του τρέχει αίμα. Και λόγω της βαθειάς πληγής δεν είναι εύκολο να δέσει. Ο γιατρός θα έλθει στο χωριό μετά από οκτώ ημέρες. Και ο Λούτσιος περιμένει την ημέρα αυτή που αργεί πολύ να έλθει, Ο γιατρός του δίνει κατά τη δεύτερη του επίσκεψη μερικά χάπια, που όμως δεν τον βοηθούν καθόλου, ζητά να του δώσουν ενέσεις που χρησιμοποιούσε και στο χωριό του, αλλά δεν υπάρχουν.

Η σύζυγος του Κατερίνα πηγαινοέρχεται στους υπεύθυνους του στρατοπέδου και ζητά να της δώσουν γάλα άγλυκο ή λίγο κοτόπουλο για να συνεχίσει τη δίαιτα. Οι Τούρκοι όμως προτιμούν να αφήνουν τα κοτόπουλα να ψηφούν μέσα στα κοτέτσια τους παρά να βοηθήσουν ένα γέροντα που υποφέρει. Και δίνουν στη γριά του κονσέρβες και πόλιπιφ, κάτι που είναι εντελώς εναντίον της ασθένειας του.

Τελικά στις 28 Οκτωβρίου 1974, ύστερα από αρκετές ταλαιπωρίες, ο γέροντας εξασφαλίζει άδεια να μεταφερθεί στις ελεύθερες περιοχές για να υποψύψει όμως στο μοιραίο, με το παράπονο στα χείλη τέσσερις ημέρες μετά...

Μια εικόνα της ζωής στην Γύψου δίνει ο εγκλωβισμένος λαϊκός ποιητής Πέτρος Βαρνάβας από τη Μηλιά:

Ο δεύτερος εγκλωβισμός στον γύρον είχεν ττέλια,

οι άνδρες ήταν μόνοι τους γέροντες και κοπέλια

και δίπλα έξω στην σειράν γυναίκες, κοπελλούδες

σαν όρνιθες εγλέπαντες γύρω οι αλεπούδες

Πέρασαν τα μεσάνυκτα, ήταν η ώρα μία

μες τες γυναίκες μπήκασιν οι τούρκοι με τη βία

και κλαίαν και φωνάζασιν Χριστόν και Παναγία

Ετοιμα τ' αυτοκίνητα για να τες μεταφέρουν

τζι' οι νέες που παράλαβαν είχαν να υποφέρουν

τζιαι τες γριές που εμπόδιζαν έτυχεν να τις δέρουν.

Μόλις ξυπνούν οι Ελληνες και μάθαν τι εγίνη

που την πολλήν την λαλιά

το στόμαν τους βγάζει φωτιά,

π' ανάβει σαν καμίνι

Αγριες ήταν οι φωνές σαν παίζουν οι σειρήνες

και πίσω εγυρίσασιν οι Τούρκοι οι κηφήνες

η κόρη που βαστούσασιν τότες ελευθερώθη

τους τούρκαλλους το έργον τους τέλος εματαιώθη

Ηταν μεγάλα τα κακά,

ήταν που μέσα στα χωρκά

γυναίκες βιασμένες

πιστέψετε μου μάλιστα ήταν μισοσφαμένες.

Μέσα εις τον εγκλωβισμόν έτυχεν να γνωρίσω

ξένους πολλούς,

αγνώριστους και

φίλους μου αχώριστους

Πάω μαζίν με τον παπά για τη ακολουθία

και ο στρατιώτης ο φρουρός μαζίν μας με τη βία

εφτάσαμεν στον νεκρότοπον την τάξιν να την κάμη

και ο στρατιώτης ο φρουρός επάτισεν χαράμι.

Ο ιερέας μόνος του την τάξιν την αρχίζει

και ο στρατιώτης ο φρουρός τα δόντια του τα τρίζει.

Ο ιερέας περπατεί, τον γύρον του μνημάτου

και κάμνει την σταυροειδώς την τάξιν του χωμάτου

ο στρατιώτης ο φρουρός, μες το πλευρόν κτυπά του

μετά όμως που την ταφήν ήταν τα βάσανά μας

μέσα στον δρόμον ο φρουρός συνέχεια κτυπά μας

Βάσταν ένα μαστίγιον δεμμένον με τους κόμπους

και μας εκτύπαν στο κορμί

τόσον εκαίαν οι καμοί,

που τους πολλούς τους όγκους.

Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γύψου συνέχισε τη λειτουργία του για μερικούς ακόμα μήνες μέχρι που έφυγαν και οι τελευταίοι και ξεκληρίστηκε από το χωριό και το τελευταίο ελληνικό στοιχείο...