Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

4 9.1974: Η Κυρά της Λαπήθου βοηθά 12 Εθνοφρουρούς να κρατηθούν στη ζωή μέσα σε μια σπηλιά στο κέντρο της κοινότητας. Η δραματική περιπέτεια ενός από αυτούς που πήγε μέσα στο άγνωστο μέχρι το Μπέλλα Παϊς και παραδόθηκε στο συνομιλητή Γλαύκο Κληρίδη.

S-2195

4.9.1974: Η ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ ΒΟΗΘΑ 12 ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΟΥΣ ΝΑ ΚΡΑΤΗΘΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ. Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΜΠΕΛΛΑ ΠΑΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗ ΓΛΑΥΚΟ ΚΛΗΡΙΔΗ

Μόλις καταρρέει το μέτωπο άμυνας της Λαπήθου οι Εθνοφρουροί κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις χωρίς να γνωρίζουν που πάνε. Ενα μόνο γνωρίζουν: Πρέπει να κατορθώσουν να διαφύγουν από τον κλοιό των τούρκων ώστε να σώσουν τους εαυτούς τους.

Τρεις στρατιώτες οι Πέτρος Πολυκάρπου, από τον Αγιο Μάμα Λεμεσού, Γεώργιος Παπανικολάου από τον Αγρό και Αντώνιος Φιλίππου από τη Λεμεσό, που επάνδρωναν ένα πολυβόλο "Βίκερ" στην παραλία της Λαπήθου, κινήθηκαν, με την έναρξη της επίθεσης των τούρκων εναντίον της κωμόπολης στη Λάπηθο, όπου συνενώθηκαν με άλλους εννέα και σχημάτισαν μια μεγάλη ομάδα από από 12 άτομα.

Οι άλλοι εννέα εθνοφρουροί είναι οι Κώστας Καστελλανής, από τη Λευκωσία, Γεώργιος Χριστοφή από τα Καμπιά, Κυριάκος Κυριάκου από το Καϊμακλί, Ανδρέας Γρηγορίου από τους Τρούλλους, Νίκος Νικολάου από την Ορούντα, Θεόδωρος Στυλιανού από τον Αγιο Θεόδωρο, Παύλος Νικολάου από τον Αγιο Σέργιο, Παναγιώτης Παραλιμνίτης από το Βαρώσι και Νίκος Παπαναστασίου από το Μιτσερό.

Οι 12 νέοι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να βρουν κάποιο μέρος για να κρυφθούν μέχρι να περάσει η μπόρα.

Ενώ κυκλοφορούν μια γριά τους κάνει νόημα να μπουν στο σπίτι της. Είναι η γριά Ευφροσύνη Προεστού. Τρέχουν όλοι μέσα στο σπίτι. Η γριά τους φροντίζει και τους προμηθεύει με πολιτικά ρούχα και τρόφιμα από τα διπλανά σπίτια.

Ανήσυχοι οι εθνοφρουροί κοιτάζουν συνεχώς από τα παράθυρα. Δεν γνωρίζουν τι να κάμουν. Μένουν εδώ μέχρι το απόγευμα. Κρύβουν τα όπλα τους και περιμένουν με κρυφή ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά.

Στις 3 το απόγευμα κάνει την εμφάνιση του ένα τουρκικό άρμα στην πλατεία Ηρώων της κωμόπολης. Οι στρατιώτες βλέπουν το άρμα και αρχίζουν να φοβούνται για την τύχη τους. Ομως αυτό φεύγει σε λίγο προς τα κάτω.

Το βράδυ μετακινούνται στο σπίτι του Καπλάνη με στόχο να κινηθούν σε μια σπηλιά, που όπως τους πληροφόρησε η γριά βρισκόταν στην άκρη της πλατείας.

Εκεί θα μπορείτε να κρυφθείτε για λίγο μέχρι να δείτε τι θα γίνει, τους λέγει η γριά.

Είναι η πιο λογική λύση γι' αυτή τη στιγμή. Και οι 12 νέοι ακολουθούν τη συμβουλή της γριάς.

Η σπηλιά είναι ένα φυσικό κρησφύγετο. Μαζεύουν στα γρήγορα ξηρά χόρτα και τα τοποθετούν στην είσοδο της με τέτοιο τρόπο ώστε κανένας να μη πιστεύει ότι κάτω από τα ξηρά χόρτα είναι δυνατόν να υπάρχει σπηλιά μέσα στην οποία κρύβονται δώδεκα άτομα.

Οι πρώτες ημέρες των 12 εθνοφρουρών είναι δραματικές.

Αρχικά έχουν μόνο νερό. Οι τούρκοι στρατιώτες κυκλοφορούν συνέχώς στο χωριό, αλλά μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Τα βράδυα επανδρώνουν μόνο σκιές σε διάφορα σημεία της κωμόπολης.

Η πείνα αρχίζει να πιέζει τα στομάχια των εθνοφρουρών. Και η υγρασία δεν χωρατεύει. Οι νέοι χρειάζονται τρόφιμα και ρούχα.

Η πρώτη έξοδος είναι επιτυχής. Ακολουθεί δεύτερη και τρίτη. Οι εγκλωβισμένοι στη σπηλιά περιμένουν να βραδιάσει για να βγουν έξω και να φέρουν τρόφιμα και ρούχα από διάφορα εγκαταλελειμένα σπίτια.

Παράλληλα έχουν εξηγηθεί με την γριά Ευφροσύνη, η οποία τους μαγειρεύει φαγητό από όσα έχει στο σπίτι της τα μεταφέρει τα απογεύματα και τα τοποθετεί έξω από τη σπηλιά. Εκεί τα καλύπτει με ξηρά χόρτα και αυτοί με την πρώτη ευκαιρία εξασφαλίζουν την τροφή τους.

Η γριά Ευφροσύνη δεν ενημερώνει κανένα. Το μυστικό το γνωρίζει μόνο η ίδια κι έτσι δεν διαρρέει ανάμεσα στους εγκλωβισμένους- τουλάχιστον στα πρώτα στάδια.

Οι στρατιώτες σιγά, σιγά, συνηθίζουν στη νέα τους ζωή. Τα βράδυα βγαίνουν "βόλτες" στο εγκαταλελειμμένο χωριό, μαζεύουν τρόφιμα, κονσέρβες και αλεύρι και τα παραδίδουν στη γριά Ευφροσύνη που τους προμηθεύει απ' όλα - μέχρι και κρέμες.

Με την προέλαση τους οι τούρκοι προχωρούν και προς άλλες περιοχές της κοινότητας. Γνωρίζουν ότι η περιοχή έχει ήδη καταληφθεί πλήρως και η ανησυχία τους είναι μάλλον πως να επεκτείνουν το προγεφύρωμα τους παρά να εκκαθαρίσουν πλήρως την κατεχόμενη περιοχή. Αυτό θα γίνει μετά. Τώρα ο στόχος είναι η κατάληψη και άλλων εδαφών.

Η παρουσία ελάχιστων τούρκων στρατιωτών στη Λάπηθο ιδιαίτερα στο διάστημα μεταξύ της κατάληψης της Λαπήθου και της προέλασης του Αττίλα μετά τη δεύτερη φάση της εισβολής μέχρι και την επικράτηση πλήρως σε όλο το προγεφύρωαμά τους δηλαδή μέχρι το τέλος Αυγούστου, κάνει τους 12 εγκλωβισμένους να ξεθαρρέψουν. Κι έτσι αρχίζουν τις εξόδους από τη σπηλιά και κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Σε μια τέτοια έξοδο ένας από τους στρατιώτες εισέρχεται στο εκκενωμένο κατάστημα "Αριστον" για να πάρει μερικά εσώρουχα. Ξεντύνεται και ενώ δοκιμάζει ποια είναι τα πιο βολικά γι' αυτόν, αντιλαμβάνεται δυο τούρκους στρατιώτες να τον κοιτάζουν. Δεν χάνει την ψυχραιμία του. Τους χαμογελά. Τους κάνει νόημα να τον πλησιάσουν και προσποιούμενος ότι είναι άγγλος τους προσφέρει τσιγάρο. Οι τούρκοι φεύγουν χωρίς να υποψιασθούν ο,τιδήποτε. Η ψυχραιμία παίζει σημαντικό ρόλο σε τέτοιες περιπτώσεις.

Οι μέρες κυλούν και γίνονται στο τέλος μονότονες. Ομως οι στρατιώτες είναι αποκομμένοι από την υπόλοιπη Κύπρο.

Η υγρασία όμως τους ενοχλεί μέσα στη σπηλιά. Και αποφασίζουν να την εγκαταλείψουν παρ' όλον ότι είναι καλός κρυψώνας.

Εντοπίζουν ένα εγκαταλελειμένο σπίτι που οδηγεί στο περιβόλι κάποιου Αγαθοκλέους όπως τους λέγει η γριά Ευφροσύνη. Μετακομίζουν εκεί. Σε μια μάλιστα εξόρμηση τους ανακαλύπτουν και ένα ραδιόφωνο και ακούν για πρώτη φορά τι γίνεται στην υπόλοιπη Κύπρο.

Ενώ οι μέρες περνούν κάπως ήσυχα σε κάποιο στάδιο ο τουρκικός στρατός αρχίζει να εγκαθίσταται μαζικά στη Λάπηθο. Τους ακολουθούν κουβαλητοί που καταλαμβάνουν τα σπίτια της κοινότητας. Ο εποικισμός διευρύνεται σιγά, σιγά και γίνεται πιο μαζικός. Η Λάπηθος αποκτά νέους κατοίκους- έστω και κουβαλητούς.

Μερικοί από αυτούς είναι τουρκοκύπριοι που έχουν εγκαταλείψει το χωριό τους από τις διακοινοτικές ταραχές.

Σε απόσταση 50 μέτρων από το σπίτι που μένουν αρχίζει τη λειτουργία του και τουρκοκυπριακός αστυνομικός σταθμός. Ο κλοιός γύρω τους στενεύει.

Μέσα σε αυτές τις τραγικές συνθήκες κσταστρώνουν σχέδιο σε περίπτωση που θα τους εντοπίσουν οι τούρκοι.

Το σχέδιο είναι απλό: Θα προσπαθήσουν να αποδράσουν. Τουλάχιστον ένας πρέπει να διαφύγει τη σύλληψη, πάση θυσία, ώστε να μπορέσει να αναφέρει τα ονόματα των άλλων και τον τόπο σύλληψης τους. Ισως έτσι να μη τους εκτελέσουν οι τούρκοι.

Ολοι είναι αγνοούμενοι μέχρι στιγμής. Και οι συγγενείς τους, τους αναζητούν παντού.

Κάποια μέρα ζητούν από τη γριά Ευφροσύνη και από άλλους γέροντες που αρχίζουν να πληροφορούνται την παρουσία τους στο χωριό, να ειδοποιήσουν τον Ερυθρό Σταυρό που φθάνει στο χωριό μεταφέροντας προμήθειες στους εγκλωβισμένους. Αλλά είναι πολύ δύσκολα στα πράγματα. Τον αντιπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού συνοδεύουν πάντα τούρκοι. Να αποκαλύψουν το μυστικό πιστεύουν ότι είναι χειρότερα και ίσως εκθέσουν τους 12 νέους σε μεγαλύτερο κίνδυνο.

Ετσι ένα πρωϊνό μια τουρκική περίπολος προχωρά προς το σπίτι όπου μένουν οι 12 στρατιώτες. Αντιλαμβάνονται την περίπολο την τελευταία στιγμή και μετακινούνται μέσα στα περιβόλια της Λαπήθου. Φροντίζουν να εξαφανίσουν όλα τα ίχνη τους. Η τουρκική περίπολος φεύγει και οι νέοι ενώ κοιμούνται στο παλιό και εγκαταλελειμμένο σπίτι έχουν πλέον την έγνοια ότι είναι ενδεχόμενο να αναγκασθούν να το εγκαταλείψουν οποιαδήποτε στιγμή.

Ομως ενώ ο εποικισμός της Λαπήθου συνεχίζεται συνεχώς κανένας δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για το μισογκρεμισμένο σπίτι των 12 Εθνοφρουρών. Οι κουβαλητοί προτιμούν τα καινούργια σπίτια.

Ενας από τους μεγαλύτερους εχθρούς τους είναι οι σκύλοι. Τα βράδυα όταν βγαίνουν έξω για να βρουν τρόφιμα είναι πιο μεγάλος ο κίνδυνος να τους εντοπίσουν. Τους κουβαλητούς τους αντιμετωπίζουν. Κρύβονται μέχρι να περάσουν ή γνωρίζουν που βρίσκονται. Ομως οι σκύλοι σαν αρχίζουν τα γαυγίσματα δεν μπορούν να τους αντιμετωπίσουν. Και πολλές φορές γίνεται και επιθετικοί...

Αλεύρι προμηθεύονται ακόμα από ένα φούρνο, λίγο έξω από τη Λάπηθο. Από τον φούρνο αυτό έχουν δει πολλές φορές και τούρκους να πηγαίνουν και να προμηθεύονται- κι' αυτοί δωρεάν... αλεύρι. Πολλες φορές μάλιστα περιμένουν τους τούρκους να φορτώσουν και να φύγουν για να μπουν αυτοί στο φρούρνο.

Οι στρατιώτες γνωρίζουν ότι κάποτε θαρθεί και το τέλος της περιπέτειας τους. Και εκείνο που ελπίζουν ότι να είναι καλό.

Κατόρθωσαν να επιβιώσουν ένα σχεδόν μήνα τώρα.

Στις 4 Σεπεμβρίου 1974 γύρω στο μεσημέρι, ένας σύντροφος τους έχει φέρει το φαγητό που τους έχει μαγειρέψει η γριά Ευφροσύνη: Φασόλια βραστά.

Τρώνε με όρεξη και ξαπλώνουν. Ενας από αυτούς λύνει σταυρόλεξο, από ένα παλιό περιοδικό που βρήκε σε ένα σπιτι τη προηγουμένη. Μερικούς τους έχει πάρει ο ύπνος. Ενας άλλος τραγουδά ένα σκοπό ενώ ο "αρχηγός" τους Στέλιος Θεοδώρου σκέφτεται μέχρι που θα πάει αυτή κατάσταση.

Οι φωνές και τα βήματα που ακούει διακόπτουν όμως τις σκέψεις του. Οι 12 νέοι δεν προλαμβαίνουν να αντιδράσουν. Οι τούρκοι φαίνεται ότι έχουν σαφείς πληροφορίες γι' αυτούς. Προφανώς κάποιος τους έχει δει προηγουμένως και τους κατέδωσε στον τουρκικό στρατό.

Μέσα στο σπίτι ορμούν τρεις τούρκοι αστυνομικοί με προτεταμένα τα όπλα τους πυροβολώντας. Συλλαμβάνουν πρώτα τον Καστελλανή που βρίσκεται κοντά στη είσοδο και φεύγουν.

Ομως επιστρέφουν σε λίγα λεπτά.

Η ομάδα αυτοδιαλύεται και ο καθένας παίρνει τον δρόμο του. Κάποιος πρέπει να γλυτώσει σκέφονται. Αυτό προβλεπει το σχέδιο διάσωσης τους.

Πηδούν στο διπλανό περιβόλι και διασκορπίζονται. Εξω υπάρχουν και άλλες ενισχύσεις των τούρκων που έχουν περικυκλώσει την περιοχή. Ενας, ένας οι στρατιώτες συλλμβάνονται.

Από μια σφαίρα τραυματίζεται ο Γρηγορίου στο γόνατο.

Οι τούρκοι τους μεταφέρουν σε μια δεξαμενή που δεν έχει όμως νερό. Μέσα στα κτυπήματα και τις βρισιές των τούρκων καταμετρούνται. Είναι μόνο εννέα. Οι άλλοι τρεις δεν γνωρίζουν που βρίσκονται.

Σε δυο ημέρες όμως συλλαμβάνεται ακόμα ένας της παρέας: Ο Πολυκάρπου.

Ομως απουσιάζουν δυο ακόμα: Οι Αντώνης Φιλίππου και Γεώργιος Παπανικολάου.

Γι' αυτούς τους δυο δεν έχουν καμιά πληροφορία. Ούτε και οι συλληφθέντες δεν τους έδωσαν οποιαδήποτε στοιχεία, ενώ αγωνιούν και οι ίδιοι για την τύχη τους.

Οι δέκα στρατιώτες δέχονται τη μανία των τούρκων στρατιωτών και αστυνομικών που τους μεταφέρουν στον αστυνομικό σταθμό της Λαπήθου. Και εδώ τους πετάνε σε ένα φορτηγό και τους μεταφέρουν στην Κερύνεια. Ο Θεοδώρου σφαδάζει από τους πόνους. Το τραύμα που υπέστη από τη σφαίρα στο πόδι είναι σοβαρό. Αλλά ποιος ακούει αυτή τη στιγμή τα παράπονά του.

Στην Κερύνεια η ανάκριση είναι σκληρή. Η διαφυγή όμως των άλλων συντρόφων τους τους σώζει προς το παρόν. Οι τούρκοι δεν μπορούν να τους εξαφανίσουν μια και υπάρχει η μαρτυρία της σύλληψης τους από τους άλλους δυο.

Σε κάποιο στάδιο ο Θεοδώρου μεταφέρεται στο Νοσοκομείο της Κερύνειας όπου εισάγεται ζωντανός στο χειρουργείο και ένας γιατρός του αφαιρεί τη σφαίρα που σφηνώθηκε στο πόδι του.

Στις 24 Σεπτεμβρίου τον επισκέπτεται εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού στο Νοσοκομείο και καταγράφει το όνομά του. Εδώ βρίσκει παράλληλα την ευκαιρία για να δώσει και τα ονόματα των άλλων συντρόφων του.

Αρχίζει να ελπίζει τώρα. Επί τέλους θα έδινε σημεία ζωής στη οικογένειά του και για τους συντρόφους του. Οι πόνοι και οι κακουχίες έρχονται σε δεύτερη μοίρα.

Οι άλλοι συνάδελφοι του μεταφέρονται στο μεταξύ στο γκαράζ Παυλίδη. Τα ονόματα τους καταγράφονται. Από εδώ και πέρα είναι ζήτημα χρόνου η απόλυση τους.

Και πραγματικά αυτό γίνεται στις 25 Σεπτεμβρίου 1974. Είκοσι μία ημέρες μετά τη σύλληψη τους και 50 ημέρες από την κατάληψη της Λαπήθου αφήνονται ελεύθεροι μαζί με άλλους αιχμαλώτους.

Η περιπέτεια τους έχει λήξει για καλά. Οχι όμως και των άλλων δυο συντρόφων τους του Αντωνίου Φιλίπου και του Γεωργίου Παπανικολάου.

Οι δυο αυτοί νέοι περνούν πραγματικά δραματικές στιγμές στα κατεχόμενα περιπλανώμενοι μέσα στο άγνωστο.

Ο Παπανικολάου κατορθώνει, ύστερα από μια πορεία τεσσάρων ημερών να βγει στην περιοχή Αστρομερίτη. Συναντά εκεί μερικούς εθνοφρουρούς που τον βοηθούν να μεταβεί στο σπιτι του, όπου τον θεωρούσαν χαμένο.

Ο Φιλίππου όμως έχει μια πολύ σκληρή περιπέτεια.

Μόλις οι τούρκοι κυκλώνουν το σπίτι που έμενε μαζί με τους έντεκα συντρόφους τους στη Λάπηθο, θέτει αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιο δράσης -και της σωτηρίας.

Κρύβεται στο φύλλωμα ενός δέντρου που βρίσκεται κοντά στο σπίτι και από ψηλά βλέπει τους τούρκους να μεταφέρουν στον αστυνομικό σταθμό της Λαπήθου τους συναδέλφους του που έχουν συλλάβει.

Μένει για λίγες ώρες πάνω στο δέντρο. Από κάτω οι τούρκοι αρχίζουν στο μεταξύ να κτενίζουν την περιοχή και ίσως τον αναζητούν. Φοβάται ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσει κι' αυτός στα χέρια τους. Και αποφασίζει α κινηθε σε μια απονενοημένη προσπάθεια να περάσει μέσα από τον κλοιό και να διαφύγει. Για πού όμως; Ούτε και αυτός γνωρίζει.

Πηδά σε μια δόμη και σιγά, σιγά, κατορθώνει να απομακρυνθεί κάπως. Φθάνει κοντά στο σπίτι του βουλευτή Φειδία Παρασκευαϊδη. Απέναντι του βλέπει αμέσως ένα ένοπλο τούρκο στρατιώτη. Το αίμα του παγώνει. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου πρέπει να διασταυρώσει το δρόμο, ώστε να μη τον αντιληφθεί ο στρατιώτης. Κινείται με ταχύτητα. Ενώ βρίσκεται στη μέση του δρόμου ο τούρκος στρέφεται προς αυτόν, ενώ παράλληλα πατά τη σκανδάλη του αυτομάτου του.

Ο Φιλίππου πέφτει κατά γης. Δεν έχει πάθει ευτυχώς τίποτα. Αντιδρά αμέσως. Σκέφτεται να κινηθεί με την ελπίδα ότι ίσως η σφαιροθήκη του αυτομάτου του τούρκου στρατιώτη να μη διαθέτει άλλη σφαίρα. Μόνο έτσι θα γλυτώσει, σκέφτεται, γιατί σε λίγο θα τοποθετήσει μια δεύτερη και τότε θα είναι χαμένος.

Σηκώνεται και αρχίζει να τρέχει. Ο τούρκος στρατιώτης πατά τη σκανδάλη. Ακούγεται μόνο ο ξερός θόρυβος που κάνει το κλείστρο καθώς κτυπά. Καλά υπολόγισε...

Συνεχίζει να τρέχει χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Το μόνο που γνωρίζει είναι ότι πρέπει να συνεχίσει να τρέχει για να σωθεί.

Η μόνη γνώριμη περιοχή γι' αυτόν είναι εκείνη που μαζί με τους 11 συντρόφους του πέρασε τον τελευταίο μήνα στη Λάπηθο. Κινείται πάλι προς αυτήν.

Κοντά στο σπίτι του Καπλάνη βρίσκει ένα άλλο παλιό σπίτι και πάλι ακατοίκητο. Μετακινεί μερικές πέτρες και μπαίνει μέσα. Η κλεισούρα στο σπίτι, τα ψηλά χόρτα, τα αγκάθια και ότι άλλο άχρηστο υπάρχει μέσα θυμίζει σ' αυτόν τάφο. Ομως δεν έχει άλλη εκλογή. Πρέπει να μείνει εδώ.

Κάποτε η πείνα αρχίζει να τον κατατρώγει. Χρειάζεται προμήθειες. Και εφαρμόζει την παλιά δοκιμασμένη μέθοδο: Θα βρίσκει προμήθηειες τα βράδυα, σε νυκτερινές εξόδους του, ενώ την ημέρα θα μένει κλεισμένος στον υγρό του τάφο.

Σε μια εβδομάδα περίπου ενώ βρίσκεται σε ένα δέντρο ακούει φωνές. Κρύβεται καλύτερα. Αυτός που φωνάζει είναι Ελληνας. Και η φωνή του γνώριμη.

Η φωνή ακούεται όλο και πιο κοντά του. Είναι ο συνάδελφος του Πέτρος Πολυκάρπου που τον καλεί να παραδοθεί. Δίπλα του βρίσκεται ένας τούρκος στρατιώτης.

Τι έχει συμβεί; Οι τούρκοι εξαναγκάζουν τον φίλο του, υπό την απειλή του όπλου τους, να τριγυρνά μαζί τους στο χωριό για να τον καλεί να παραδοθεί. Γιατί οι τούρκοι ανησυχούν, διότι αυτός κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος στην περιοχή ή υποψιάζονται ότι βρίσκεται εκεί.

Μόλις φεύγουν φεύγει κι' αυτός από την αντίθετη κατεύθυνση. Πάει στην κρυψώνα του.

Από αυτή τη στιγμή συνειδητοποιεί τον κίνδυνο περισσότερο. Μόνος αυτός προπαθεί να επιβιώσει τρώγοντας ό,τι βρίσκει μέσα στα περιβόλια της Λαπήθου και του Καραβά.

Τα μάτια του έχουν συνηθίσει σε κάποιο βαθμό τα βράδυα που μπορεί να ξεχωρίσει και την παραμικρή κίνηση.

Οι μέρες περνούν και ο Φιλίππου ανησυχεί γιατί δεν γνωρίζει τι γίνεται στην υπόλοιπη Κύπρο. Το μοναδικό ραδιόφωνο που είχε και πληροφορείτο τις ειδήσεις είχε μείνει στο σπίτι όταν τους κύκλωσαν οι τούρκοι. Δεν είχε την ευκαιρία να το πάρει μαζί του.

Ομως σκέφτεται ότι πρέπει να βρει ένα άλλο. Στα σπίτια της Λαπήθου εγκαθίστανται συνεχώς και νέοι κουβαλητοί. Εχει περάσει ενάμισι μήνας από τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Και τη χωριό τουρκοποιείται για καλά. Ομως ο Φιλίππου τριγυρά σαν το αγρίμι στο χωριό τα βράδυα και παίρνει προμήθειες και ρούχα.

Ενα βράδυ αποφασίζει να δράσει. Φθάνει κοντά σε ένα σπίτι όπου έχουν εγκατασταθεί τούρκοι. Παραμονεύει για αρκετή ώρα. Επί τέλους ο τούρκος "ιδιοκτήτης" φεύγει για το καφενείο. Ορμά σαν σίφουνας μέσα στο σπίτι. Η τουρκάλλα αρχίζει να φωνάζει. Με τα λίγα τούρκικα που ξέρει και με νοήματα της ζητά να του δώσει ένα ραδιόφωνο, άλλως την απειλεί ότι θα την σκοτώσει.

Τρέμοντας η τουρκάλλα ικανοποιεί την επιθυμία του χωρίς δεύτερη σκέψη. Το παίρνει και απομακρύνεται προς τα περιβόλια και την κρυψώνα του. Τώρα πια γνωρίζει τι γίνεται στην υπόλοιπη Κύπρο.

Κυκλοφορεί όμως ακόμα στο άγνωστο. Στις περιοχές αυτές δεν έχει ξανάλθει. Δεν γνωρίζει που είναι τα ελληνικά χωριά και πως να κινηθεί για να φθάσει σε ελληνικές περιοχές. Αυτός κατάγεται από τη Λεμεσό, στην άλλη άκρη της Κύπρου. Η περιοχή της Κερύνειας όπου βρίσκεται τώρα του είναι εντελώς άγνωστη. Δεν μπορεί να προσανατολισθεί και να υπολογίζει που βρίσκεται το Μπέλλα Παϊς, όπου όπως ακούει στο ραδιόφωνο, βρίκονται πολλοί Ελληνες εγκλωβισμένοι.

Ομως και αυτή τη φορά η τύχη είναι με το μέρος του. Στο πρώτο σπίτι που μπαίνει βρίσκει, ψάχνοντας, ένα χάρτη της Κύπρου. Τον παίρνει μαζί του και μελετά καλά την περιοχή που βρίσκεται. Τώρα γνωρίζει ότι το Μπέλλα Παϊς βρίσκεται ανατολικά. Αλλά φοβάται να κινηθεί. Δεν γνωρίζει τι θα συναντήσει στο δρόμο του. Και προτιμά να παραμείνει εδώ για αρκετό ακόμα καιρό.

Λέγει στον εαυτό του;

- Οσο περισσότερο καιρό μείνω εδώ θα είναι πιο καλά για μένα. Κάποτε θα χαλαρώσουν τα μέτρα ασφαλείας και θα μπορέσω να κινηθώ προς το Μπέλλα Παϊς πιο εύκολα.

Και δεν έχει άδικο. Με την πάροδο του χρόνου οι περιπολίες των τούρκων έχουν περιορισθεί ή έχουν σταματήσει εντελώς. Κάπου, κάπου περνά από το χωριό κανένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και αυτό για συνήθη περιπολία.

Η Λάπηθος έχει τουρκοποιηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου. Και αυτός μόνος συνεχίζει τη ζωή του τρώγοντας καρπούς και φύλλα των δένδρων και κυκλοφορώντας σαν το αγρίμι μέσα στα περιβόλια.

Με τον καιρό η περιοχή γίνεται πιο γνώριμη σ' αυτόν. Το να κυκλοφορεί τα βράδυα είναι κάτι το συνηθισμένο. Εχει καταντήσει σχεδόν ρουτίνα. Και όπως έχουν εξοικιωθεί τα μάτια του στο σκοτάδι δεν έχει πια κανένα πρόβλημα.

Ενα βράδυ, ενώ κάθεται στην κρυψώνα του και ακούει τις ειδήσεις, μια πληροφορία κάνει την καρδιά του να σκιρτήσει και τις ελπίδες του να αναπτερώνονται.

- Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αναφέρει το ραδιόφωνο, κ. Κληρίδης θα επισκεφθεί αύριο το Μπελλα Παϊς συνοδευόμενος από τον κ. Ραούφ Ντενκτας για να μεταλετήσει τα προβλήματα των εγκλωβισμένων.

Η είδηση είναι η πιο ευχάριστη που έχει ακούσει εδώ και τόσο καιρό. Από το νου του περνά αυτόματα η σκέψη ότι πρέπει να μεταβεί στο Μπέλλα Παϊς. Αν τα καταφέρει σκέφτεται ίσως παραδοθεί στον κ. Κληρίδη. Είναι η μοναδική ευκαιρία που του παρουσιάζεται όλο αυτό το διάσημα.

Να πάει στο Μπέλλα Παϊς είναι μια πολύ καλή σκέψη. Και η μόνη λύση ίσως που του παρουσιάζεται για να βγει από το αδιέξοδο. Πώς θα πάει όμως; Η απόσταση που θα διανύσει είναι καπου 20 χιλιόμετρα. Και θα πρέπει να κινηθεί μέσα σε μια περιοχή που κατέχεται από τους τούρκους και όπου ο στρατός είναι ο απόλυτος κυρίαρχος. Και ίσως υπάρχουν και οδοφράγματα. Ομως πρέπει να πάει στο Μπέλλα Παϊς σκέφεται. Το αντιλαμβάνεται ότι είναι η τελευταία, ίσως, ευκαιρία του.

Περιμένει να βραδυάσει. Κάμνει καλή παραλλαγή στα ρούχα του. Βγάζει τα παπούτσια του, παίρνει το ραδιόφωνο του αγκαλιά, κάνει στο σταυρό του και ξεκινά. Μαζί του παίρνει και λίγα αρτύματα που βρήκε σε ένα σπίτι. Θα τα έρριχνε, σκέφτεται, πίσω του, σε περίπτωση που θα τον εντοπίσουν οι σκύλοι των τουρκικών περιπολιών. Επρεπε να σβήνει κάθε ίχνος καθώς θα προχωρεί.

Αρχίζει να κινείται μέσα στις λεμονιές. Οι τούρκοι αντιλαμβάνονται στα γρήγορα την παρουσία του και κηρύσσουν συναγερμό. Αυτοκίνητα με προβολείς αρχίζουν να ζώνουν την περιοχή.

Αλλά ο νεαρός Φιλίππου δεν το βάζει κάτω. Προχωρεί. Η παραλλαγή που έχει κάμει τον βοηθά να κινείται αθέατος μέσα στη σκοτενή νύκτα: Το πρόσωπο του είναι ολόμαυρο από τις "μούζες" που έχει χρησιμοποιήσει, ενώ κάθε πράγμα που τυχόν θα γιάλιζε μέσα στη νύκτα το έχει αφαιρέσει. Μοιάζει με Λόκατζη που επιτίθεται για να κάνει υφαρπαγή σκοπού...

Σιγά, σιγά, κατορθώνει να φθάσει μέχρι την παραλία και από εδώ προχωρά προς τον Καραβά.

Οι ώρες περνούν μέσα σε αγωνία. Τα τουρκικά αυτοκίνητα κτενίζουν την περιοχή. Ξεκουράζεται για λίγο και συνεχίζει την πορεία του, ενώ αρχίζει να ξημερώνει. Η μέρα θα είναι ο μεγαλύτερος του εχθρός. Δεν θα μπορέσει να κρυφθεί. Φθάνει στον κύριο δρόμο. Εξω από ένα σπίτι βλέπει ένα ποδήλατο. Ανεβαίνει σ' αυτό χωρίς δεύτερη σκέψη και ακολουθεί τον κύριο δρόμο προς την Κερύνεια.

Είναι αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα. Πρέπει να φθάσει όμως στο Μπέλλα Παϊς το συντομότερο και καθώς συνεχίζει την πορεία του αλλάζει γνώμη. Σκέφτεται ότι με το να κινείται στον κύριο δρόμο, αντί στα χωράφια, ίσως θα προκαλεί λιγότερες υποψίες.

Δεν πέφτει έξω. Σε λίγο φθάνει στο πρώτο οδόφραγμα. Ο τούρκος στρατιώτης του κάνει νόημα να σταματήσει. Προχωρά σ' αυτόν με ψυχραιμία. Γνωρίζει ελάχιστα τούρκικα.

- Μέρχαμπαρ.

- Την ταυτότητα σου.

- Γιοκ.

Ο τουρκος στρατιώτης επιμένει. Πού να βρει κάτι τέτοιο;

- Γιοκ, δεν έχω ταυτότητα, είμαι έλληνας και πάω στο χωριό μου.

Αυτή την εποχή βρίσκονται, ευτυχώς γι' αυτόν, πολλοί έλληνες ακόμα, στα κατεχόμενα. Δεν έχουν ξεκληρισθεί πλήρως. Το ξενοδοχείο "Ντόουμ" στην Κερύνεια είναι υπερπλήρες από έλληνες.

Ο τούρκος στρατιώτης κοιτάζει τον άλλο συνάδελφο του που βρίσκεται σε μικρή απόσταση, στο ίδιο μπλόκκο. Αυτός κάνει μια κίνηση με το χέρι του, ενώ στρέφει το κεφάλι του προς άλλη κατεύθυνση λες και λέγει σ' αυτον "δεν βαριέσαι, άστον να φύγει".

Ετσι ανοίγει το οδόφραγμα λέγοντας στον Φιλίππου:

- Ταμάμ, προχώρα.

Δεν καθυστερεί καθόλου ο Φιλίππου. Τώρα που έχει περάσει το πρώτο οδόφραγμα, σκέφτεται, θα είναι καλύτερα. Ελπίζει να μη συναντήσει άλλο. Κι' έτσι συνεχίζει το δρόμο του. Σε λιγη απόσταση βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δεύτερο οδόφραγμα.

Ομως οι σκοποί τον χαιρετούν χωρίς να τον σταματούν. Σαν να μη συμβαίνει τίποτα... Το ίδιο γίνεται και στο τρίτο. Ο Φιλίππου προχωρεί. Τρίβει τα μάτια του και δεν πιστεύει σ' αυτά που συμβαίνουν. Προσπαθεί να διατηρήσει τη χαρά του και τη ψυχραιμία του. Γιατί το τέλος είναι ακόμα πολύ μακρυά.

Σε λίγο φθάνει στον Αγιο Γεώργιο. Κανένα πια εμπόδιο. Στην περιοχή της Γλυκιώτισσας βλέπει από μακρυά μέσα στο δρόμο έναν τούρκο της στρατιωτικής αστυνομίας να του κάνει νόημα να σταματήσει.

Ο Φιλίππου υποψιάζεται ότι αυτός θα του ζητήσει τα στοιχεία του. Και αφήνει το ποδήλατο του και αρχίζει να τρέχει προς την ορεινή περιοχή. Κρύβεται για αρκετή ώρα.

Σαν δεν τον εντοπίζουν, ξεθαρρεύει και αρχίζει την πορεία του. Φθάνει σε ένα στρατόπεδο, το παρακάμπτει και φθάνει στην Κερύνεια.

Ακολουθεί τον παραλιακό δρόμο. Σε ένα ξενοδοχείο διαβάζει την επιγραφή "Ντόουμ, Χοτέλ".

Συνεχίζει όμως προς την παραλία και στις 6.30 το πρωί ανοίγει το ραδιόφωνο του για να ακούσει τις ειδήσεις. Και το ραδιόφωνο αναφέρει ότι πραγματικά ο κ. Κληρίδης θα φθάσει στο Μπελλα Παϊς στις 9.30 . Εχει ακόμη αρκετή ώρα, σκέφεται.

Από μακρυά ακούει ελληνικές φωνές. Είναι οι πρώτες ελληνικές κουβέντες που ακούει εδώ και αρκετό καιρό. Μια γυναίκα λέει:

- Τούτος εν ξένος κόρη, έννεν τούρκος, εν τον έχω ξαναδεί.

Τις πλησιάζει και τους αποκαλύπτει την ταυτότητα του.

Οι δυο κοπέλλες τον σέρνουν σχεδόν μέσα στο σπίτι για να τον κρύψουν. Οι τούρκοι μπορεί να κάμουν την εμφάνιση τους από στιγμή σε στιγμή και ο νέος κινδυνεύει. Του δίνουν φαγητό και ρούχα για να αλλάξει.

Ο Φιλίππου τους περιγράψει την περιπέτεια του και τον τρόπο με τον οποίο έχει φθάσει στο Μπέλλα Παϊς. Η σκέψη του τώρα ανατρέχει στους συντρόφους του που έχουν συλληφθεί στη Λάπηθο. Ετοιμάζει κατάλογο με τα ονόμα τους και τον δίδει στις δυο κοπέλλες.

- Αν τύχει και δεν μπορέσω να παραδοθώ στον κ. Κληρίδη, δώστε αυτά τα ονόματα στον Ερυθρό Σταυρό.

Σε μια περίπου ώρα φθάνει στο χωριό ο Γλαύκος Κληρίδης. Τον συνοδεύει ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς.

Οι κάτοικοι τους υποδέχονται με ικανοποίηση. Συγκεντρώνονται όλοι στην πλατεία. Μιλά πρώτα ο Κληρίδης που τονίζει ότι Ελληνες και τούρκοι πρέπει να ζήσουν ειρηνικά.

Στη συνέχεια παίρνει το λόγο ο Ραούφ Ντενκτάς που μιλά στα αγγλικά, και ο Κληρίδης μεταφράζει στα ελληνικά. Ενώ μιλά ο Ντενκτάς, ο Φιλίππου θεωρεί κατάλληλη τη στιγμή για να εμφανισθεί.

Βγαίνει δειλά, δειλά παό το σπίτι που βρίσκεται. Ολοι, έλληνες και τούρκοι, είναι προσηλωμένοι σε ό,τι λέγουν οι δυο υψηλοί επισκέπτες. Κανένας δεν προσέχει τον νεαρό που κινείται συνεχώς προς τον Γλαύκο Κληρίδη.

Με κομμένη σχεδόν την ανάσα ο Φιλίππου φθάνει κοντά στο Γλαύκο Κληρίδη στέκεται δίπλα του και μόλις ο Ραούφ Ντενκτάς τελειώνει την ομιλία του εμφανίζεται μπροστά στον Γλαύκο Κληρίδη και με τρεμάμενη φωνή του λέγει:

- Κύριε Κληρίδη, είμαι στρατιώτης. Κρυβόμουν με άλλους έντεκα τους οποίους συνέλαβαν οι τούρκοι στη Λάπηθο. Εγώ κατάφερα να γλυτώσω και τώρα παρουσιάζομαι σε σας και ζητώ τη βοήθεια τους.

Τα λέγει όλα τόσο βιαστικά που κανένας δεν παρεμβαίνει να τον διακόψει. Ολοι τον παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα. Ακόμα ένας αγνοούμενος παρουσιάζεται. Ακόμα ένα σπίτι θα βγάλει τα μαύρα. Ακόμα μια χαροκαμένη μάνα θα ευχαριστήσει τον Θεό που άκουσε τις προσευχές της.

Ο Γλαύκος Κληρίδης παρεμβαίνει αμέσως. Τον πλησιάζει και του λέγει:

- Μπράβο παδί μου, καλά έκαμες και παραδόθηκες.

Και απευθυνόμενος προς τους έλληνες ο Γλαύκος Κληρίδης λέγει:

- Εχω ένα ευχάριστο γεγονός να σας ανακοινώσω. Ο νέος που βλέπετε εδώ είναι ένας αγνοούμενος στρατιώτης, από τη Λεμεσό, που παρεδόθη τώρα σε μένα για μεταφερθεί στους δικούς του.

Και στρεφόμενος προς τον Ραούφ Ντενκτάς τον ενημερώνει περί τίνος πρόκειται.

- Γιά σου ρε παληκάρι, τα κατάφερες ... τα κατάφερες του λέγει ο Ντενκτάς.

Στη συνέχεια ο Γλαύκος Κληρίδης επισκέπτεται τα σπίτια των ελλήνων για να μελετήσει τα προβλήματα τους. Ο Φιλίππου μένει με τον Ραούφ Ντενκτάς. Ανησυχεί όμως τι θ' απογίνει. Και παίρνοντας θάρρος από τη στάση του Ντενκτάς τον ρωτά:

- Θα με αφήσετε ελεύθερο;

Περιμένει να ακούσει από το στόμα του ιδίου ότι δεν κινδυνεύει πλέον. Εχει υποφέρει τόσα πολλά στο διάστημα που πέρασε και φοβάται για τα πάντα.

- Θα σε πάρουμε στην αστυνομία για μερικές τυπικές εξηγήσεις και στη συνέχεια θα σε αφήσουμε να πας στους δικούς σου.

Αυτό ήθελε να ακούσει τόσο καιρό. Και τώρα που το ακούει από επίσημα χείλη νοώθει τόσο χαρούμενος.

Από αυτή τη στιγμή τελειώνουν πια τα βάσανα του. Πραγματικά τον μεταφέρουν στην Κερύνεια και μετά στη Λευκωσία. Σε λίγες μέρες τον παραλαμβάνει ο Ερυθρός Σταυρός και τον μεταφέρει στην ελληνική συνοικία της πόλης και στη αγκαλιά των δικών του.

Είναι επί τέλους ελεύθερος....