Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

6.8.1974: Ενώ επικρατεί η εκεχειρία, οι τούρκοι εξαπολύουν επίθεση εναντίον τηςΛαπήθου. Η Γραμμή άμυνας διασπάται, το μέτωπο της Εθνικής Φρουράς καταρρέει και οι Εθνοφρουροί τρέπονται σε άτακτη φυγή

S-2193

6.8.1974: ΕΝΩ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ Η ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ, ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΞΑΠΟΛΥΟΥΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ. Η ΓΡΑΜΜΗ ΑΜΥΝΑΣ ΔΙΑΣΠΑΤΑΙ, ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΟΙ ΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΤΑΚΤΗ ΦΥΓΗ. ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΚΩΜΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΘΩΣ Η ΚΩΜΟΠΟΛΗ ΕΧΕΙ ΕΓΚAΤΑΛΕΙΦΘΕΙ ΣΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΟΠΛΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣΒΟΛΕΩΝ

Στις 6 Αυγούστου 1974 η Λάπηθος, η όμορφη κωμόπολη με τους λεμονανθούς και τα κρίνα συνεχίζει να είναι περικυκλωμένη από τις τουρκικές δυνάμεις από τον Πενταδάκτυλο μέχρι τη θάλασσα. Τα κανόνια τους μπορούν να βάλλουν απρόσκοπτα προς την κωμόπολη την οποία υποστηρίζουν σκόρπιες δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και μια μεγάλη δύναμη από τεθωρακισμένα.

Ολοι φοβούνται ότι σε μια ενδεχόμενη μαζική επίθεση των τούρκων, έστω και ανεπίσημα εξακολουθεί να υπάρχει κατάπαυση του πυρός, οι υπερασπιστές της Λαπήθου δεν θα αντέξουν μπροστά στην πίεση των μεγάλων τουρκικών δυνάμεων που την έχουν περικυκλώσει αλλά και μπροστά στην ισχύ των όπλων τους.

Και αυτό που όλοι φοβούνται δεν αργεί να συμβεί και τις επόμενες μέρες η όμορφη κωμόπολη πέφτει στα χέρια των εισβολέων, παρά το γεγονός ότι επικρατεί κατάπαυση του πυρός.

Στις 4.50 το πρωί, λίγο μετά την άφιξη των τελευταίων ενισχύσεων από ελληνικής πλευράς στην κωμόπολη, οι όλμοι αρχίζουν να πέφτουν βροχή ενώ όλες οι τουρκικές δυνάμεις αρχίζουν να βάλλουν με καταιγιστικά πυρά.

Παράλληλα τα πλοία πλησιάζουν στην ακτή και αρχίζουν και αυτά το κανονίδι. Πόσο θα αντέξει η φρουρά που βρίσκεται στα προκεχωρημένα φυλάκια κανένας δεν ξέρει. Οι λίγες δυνάμεις εκεί μάχονται απεγνωσμένα να αποκρούσουν τις επιθέσεις των τούρκων που αρχίζουν να κινούνται προς αυτούς με πυρ και κίνηση.

Μια μεγάλη δύναμη τούρκων κινείται προς το δημοτικό σχολείο, από ένα ύψωμα, που έχει γυμνωθεί από τα δένδρα που έχουν καεί από τις πυρκαγιές των τουρκικών εμπρηστικών βομβών προηγουμένως.

Στο Γυμνάσιο, μια ομάδα εθνοφρουρών προσπαθεί να αποκόψει μια άλλη επίθεση.

Οι τούρκοι είναι χιλιάδες και έχουν την υποστήριξη και άλλων σύγχρονων μέσων.

Η Λάπηθος κινδυνεύει και μαζί και όλο οι έλληνες- εθνοφρουροί και πολίτες που βρίσκονται σ' αυτήν.

Αναφέρει ο Παναγιώτης Παραλιμνίτης, από την Αμμόχωστο, ένας από τους άντρες που είναι υπεύθυνος σε ένα από τα τεθωρακισμένα, στο ημερολόγιο του:

"Η έφοδος είναι τρομερή. Οι τούρκοι κατεβαίνουν σαν μυρμήγκια σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα τους..."

Η γραμμή στην περιοχή του δημοτικού σχολείου έχει σπάσει.

Οι εθνοφρουροί τρέπονται σε άτακτη φυγή.

Η διμοιρία του Παραλιμνίτη βρίσκεται κοντά στα ντεπόζιτα του νερού.

Ο Ανθυπολοχαγός που φθάνει κοντά τους λαχανιασμένος, τους αναγγέλλει ότι και οι υπόλοιπες δυνάμεις έχουν υποχωρήσει μπροστά στην πίεση του εχθρού και από την περιοχή του κυρίου δρόμου Κερύνειας προς Βασίλεια.

Ολοι πια τρέπονται σε άτακτη φυγή. Οι λίγες μονάδες αυτοδιαλύονται και όλοι προσπαθούν να σώσουν τον εαυτό τους.

Ακολουθεί πανδαιμόνιο.

Οι Εθνοφρουροί κινούνται ο καθένας ανεξάρτητα ή με όσους τυγχάνει να βρίσκονται μαζί του αυτή τη στιγμή, προσπαθώντας να γλυτώσουν.

Από πού να κινηθούν κανένας δεν γνωρίζει. Κανένας δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα πού βρίσκονται οι τούρκοι ή που κατευθύνονται. Από προαίσθηση όμως όλοι κινούνται προς την θάλασσα μια και οι τούρκοι κατεβαίνουν κυρίως από το βουνό.

Η μόνη ελπίδα τους είναι να μη πρόλαβαν οι τούρκοι να αποκλείσουν τον δρόμο προς το χωριό Βασίλεια που βρίσκεται σε μικρή απόσταση ανατολικότερα της Λαπήθου, για να μπορέσουν να διαφύγουν.

Οι Τούρκοι όμως φαίνεται ότι κινούνται με συγκεκριμένο σχέδιο. Και μερικές μονάδες τους κατευθύνονται προς τον κύριο δρόμο και στήνουν εκεί ενέδρες.

Η Λάπηθος έχει κυκλωθεί πια για καλά και ελπίδα διαφυγής δεν υπάρχει. Μερικοί πέφτουν στη θάλασσα για να γλυτώσουν. Αλλοι εγκλωβίζονται και πολλοί δολοφονούνται από τις δυνάμεις των τούρκων που αρχίζουν εκκαθαρίσεις στην κωμόπολη με την κατάληψη της.

Ενας λόχος της ΕΛΔΥΚ και της Εθνικής Φρουράς ως και άλλες δυνάμεις άλλων ταγμάτων, βρίσκονται στην περιοχή Βασίλειας, αλλά δεν μπορούν να προχωρήσουν και να δώσουν οποιαδήποτε βοήθεια στους στρατιώτες που εγκλωβίζονται στη Λάπηθο, γιατί και αυτοί σφυροκοπούνται άγρια και καθηλώνονται.

Μεταξύ αυτών που έχουν εγκλωβισθεί είναι και οι άνδρες του Λόχου τεθωρακισμένων με όλους τους υπόλοιπους άνδρες του πεζικού των διαφόρων ταγμάτων και των Λοκατζήδων.

Σε ένα "Μπι Τι Αρ" βρίσκεται ο Ανθυπολοχαγός Παναγίδης.

Σε ένα άλλο ο ανθυπολοχαγός Ξενής Ξενοφώντος και σε ένα τρίτο ο λοχίας Παναγιώτης Παραλιμνίτης από το Βαρώσι.

Στο άρμα του ανθυπολοχαγού Παναγίδη βρίσκεται και ο Λοχίας Στέλιος Θεοδώρου από τον Αγιο Θεόδωρο Λάρνακος.

Με την προέλαση των τούρκων ο ανθυπολοχαγός φεύγει για να βρει τον αξιωματικό τους, Λοχαγό Φαντίδη και τη διμοιρία αναλαμβάνει ο Θεοδώρου.

Στο άρμα ανεβαίνει και ο Κυριάκος Κυριάκου από το Καϊμακλί, που φορτώνει σ' αυτό τον όλμο που κρατά μαζί του. Τα άρματα κινούνται λίγο προς τον κύριο δρόμο, αλλά αντιλαμβάνονται ότι όλα πια έχουν χαθεί.

Ρωτούν από πού να πάνε, πως να διαφύγουν. Κανένας δεν γνωρίζει. Ολοι είναι ανάστατοι, ενώ οι τούρκοι βομβαδίζουν την περιοχή και άρματα κάνουν την εμφάνιση τους από την περιοχή της Κερύνειας να κινούνται προς τη Λάπηθο.

Στο άρμα που διευθύνει ο Λοχίας Στέλιος Θεοδώρου ανεβαίνουν συνεχώς και νέοι άνδρες: Ο Κόκκινος Χριστοφή από την Κοκκινοτριμιθιά, ο Δημήτρης Χριστοφή από τη Βάσα Κοιλανίου, ο Θεόδωρος Αντωνίου από τα Λιμνιά, ο Σταύρος Σταύρου δεκανέας από την Ομορφίτα, ο Χαράλαμπος Πολυδώρου, υποδεκανέας από τον Αγιο Παύλο, ο Μιχαλάκης Σολωμού από τη Λεμεσό και ο Κωνσταντίνος Επαμεινώνδας από την Πάφο.

Πολλοί εκφράζουν την άποψη να διώξουν το άρμα και οι ίδιοι να προσπαθήσουν να διαφύγουν είτε διά θαλάσσης, είτε να διασχίσουν τις τουρκικές γραμμές το βράδυ. Δύσκολο εγχείρημα. Αλλά να μείνουν εδώ θα είναι χειρότερα, γι' αυτούς γιατί ίσως θα κινδύνευαν περισσότερο αν τους συλλάβουν αιχμαλώτους. Και ήδη τα τούρκικα άρματα που φαίνεται να έρχονται από την περιοχή της Κερύνειας θερίζουν στο διάβα τους. Οι εκρήξεις προκαλούν πανικό.

Μέσα σ' αυτή τη σύγχυση και την αβεβαιότητα οι στρατιώτες κατεβαίνουν από το άρματα και μπαίνουν σε ένα περιβόλι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Λουκά. Γίνονται ένα με την σκιά των δένδρων.

Από παντού πέφτουν σφαίρες και προσπαθούν να βρουν κάλυψη πίσω από τους κορμούς των δένδρων.

Ενα άλλο "Μπι Τι Αρ" της ομάδας τους περνά αυτή τη στιγμή από δίπλα τους. Μέσα βρίσκονται ο Νίκος Πύργου από την Λάρνακα, ο Νικόλας Ζαβού, ο Κωνσταντίνος Νικολάου από το Τσέρι και ο Δεκανεάς Φοίβος Χριστοφή από την Αγλαντζιά.

Ο Πύργου ανταλλάσσει στα πετακτά με την ομάδα μερικές κουβέντες.

- Ελάτε μαζί μας.

- Ενα λεπτό να δούμε αν θα έλθουν άλλοι.

Ο Στέλιος Θεοδώρου ρωτά τους άλλους αν θέλουν να φύγουν με το άρμα. Κανένας δεν θέλει να μπει σ'αυτό.

- Θα προσπαθήσουμε να βρούμε άλλο τρόπο για να φύγουμε, φωνάζει στον Πύργου ένας της παρέας τους.

- Καλά θα βρεθούμε τότε στη Βασίλεια, τους απαντά εκείνος.

Το άρμα ξεκινά.

Ενώ το άρμα απομακρύνεται, φθάνει και ο Παναγιώτης Παραλιμνίτης με το δικό του άρμα, και όταν βλέπει το άρμα να απομακρύνεται φωνάζει:

- Πέφτουν ρουκέτες εκεί...προσέχετεεεεε.

Δεν ακούν όμως και συνεχίζουν το δρόμο τους προς το άγνωστο.

Ο Παραλιμνίτης συνενώνεται με τους άλλους. Διώχνει όμως το ερπυστριοφόρο που οδηγεί ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους από τον Κόρνο με πολυβολητή τον Τάσο Κυριάκου, και τον Κυριάκο Κυριάκου από τη Λεμεσό.

Το ερπυστριοφόρο που οδηγεί ο Χαραλάμπους κατορθώνει τελικά να περάσει μέσα από τις ενέδρες των τούρκων και φθάνει στη Βασίλεια όπου δέχεται βλήματα στην ερπύστρια του και εγκαλείπεται.

Η ομάδα κινείται προς τη θάλασσα τώρα και όλοι ελπίζουν ότι θα προλάβουν πριν οι τούρκοι αποκλείσουν κάθε διέξοδο. Προχωρούν. Κατευθύνονται προς το νεκροταφείο και σταματούν τελικά κοντά στο κέντρο "Αϊρκώτισσα" δίπλα από ένα τροχόσπιτο χρώματος "κρεμ," δίπλα από ένα μικρό δασάκι.

Ολοι κρύβονται πίσω από τους κορμούς των δένδρων. Οι τούρκοι τους αντιλαμβάνονται και βάλλουν εναντίον τους από μια ενέδρα που έχουν στήσει δίπλα στη θάλασσα.

Και ενώ οι τούρκοι βάλλουν εναντίον τους, έλληνες που έχουν εγκλωβισθεί στις διάφορες περιοχές, μεταξύ αυτών και στρατιώτες, κινούνται αμέριμνοι μέσα στο δρόμο με τα αυτοκίνητα τους και κινδυνεύουν να πέσουν μέσα στα πυρά.

Ο δεκανέας Σταύρος Σταύρου από την Ομορφίτα έχει ένα φουλάρι στο λαιμό του. Το βγάζει και αρχίζει να το ανεμίζει προσπαθώντας να κάμει νόημα στους οδηγούς να σταματήσουν και να επιστρέψουν.

Μέσα στη σύγχυση όμως που επικρατεί κανένας δεν τον αντιλαμβάνεται. Και τα αυτοκίνητα πέφτουν στην ενέδρα των τούρκων. Ενα ημιφορτηγό "πεζιώ" γεμάτο στρατιώτες και πολίτες κάμνει την εμφάνιση του.

Μάταια ο δεκανέας Σταύρου προσπαθεί να τους κάμει νόημα να σταματήσουν. Φωνάζει με όλη τη δύναμη που του έχει απομείνει. Τίποτα. Κανένας δεν ακούει. Το αυτοκίνητο συνεχίζει την πορεία του και πέφτει μέσα στα πυρά των τούρκων.

Αναφέρει στο ημερολόγιο του ο Παναγιώτης Παραλιμνίτης:

"Το ημιφορτηγό είναι γεμάτο στρατιώτες. Και όπως πέφτουν οι σφαίρες, αυτοί σπαρταρούν πάνω στα κάγκελλα του και πέφτουν μέσα σ' αυτό αιματωμένοι".

Ενα άλλο ημιφορτηγό φαίνεται γύρω στα εκατό μέτρα μακρυά. Ο κίνδυνος είναι και γι' αυτούς μεγάλος. Αυτούς τους προλαμβάνουν. Μαζί τους είναι και ένας ανθυπολοχαγός.

- Καλύψετε μας κι' εμείς θα φύγουμε πίσω από την ενέδρα λέγει ο Ανθυπολοχαγός.

Φεύγουν. Είναι μια ομάδα από 30 άτομα.

Οταν βλέπουν αυτό το μακελειό οι στρατιώτες φεύγουν σιγά, σιγά και επιστρέφουν πάλι στη Λάπηθο.

Τρομοκρατημένοι όλοι κινούνται μέσα στο χωριό άσκοπα. Ακολουθούν τις περιοχές που είναι πιο ασφαλείς, όπου πέφτουν λιγότερες σφαίρες και όλμοι. Το ίδιο κάμνουν και άλλοι στρατιώτες.

Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Κανένας εξ άλλου δεν βρίσκεται για να τους δώσει σαφή ένδειξη που βρίσκονται οι τούρκοι. Και όλοι τρέχουν μέσα στους κήπους και τα σπίτια του χωριού τρομοκρατημένοι και βαλλόμενοι από διάφορες πλευρές. Πανικός. Χαλασμός κόσμου.

Στο μεταξύ οι 50 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και άνδρες του μηχανικού που είχαν φθάσει μαζί με τον Λοχαγό τους ακούν τα νέα με ανάμικτα αισθήματα.

Και όπως έχουν όλοι καταληφθεί από τον πανικό και κινούνται αδέσποτοι, ο καθένας για να γλυτώσει τη ζωή του, αποφασίζουν κι' αυτοί να δράσουν ίσως τα καταφέρουν να διαφύγουν.

Ο Λοχαγός τους τους συγκεντρώνει και τους διατάζει να χωριστούν σε τρεις ομάδες.

- Θα συναντηθούμε όλοι στη διοίκηση του Πεζικού, έξω από τη Λάπηθο, κοντά στη Βασίλεια, τους λέγει.

Ο Λοχαγός ανεβαίνει σε ένα λαντ-ρόβερ και προχωρεί.

Οι δυο ομάδες προχωρούν προς την έξοδο της κωμόπολης. Η άλλη ομάδα, με υπεύθυνο τον ανθυπολοχαγό Μάριο Φυσεντζίδη, προχωρεί κάθετα προς τον δρόμο.

Η κίνηση μέχρι τον κύριο δρόμο Κερύνειας-Λευκωσίας είναι πολύ δύσκολη. Οι άνδρες αναγκάζονται να περνούν μέσα από τα σπίτια, να ανεβαίνουν σκάλες και να πηδούν τοίχους. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή γύρω τους. Ομως πρέπει να συνεχίσουν την πορεία τους. Κανένας ευτυχώς δεν παθαίνει τίποτα. Ετσι συνεχίζουν την πορεία τους και φθάνουν μέχρι τον κύριο δρόμο.

Επειδή όμως η ομάδα προχωρεί κάθετα προς τον δρόμο αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους γιατί οι τούρκοι έχουν ήδη κινηθεί από το βουνό και απέκλεισαν τον κύριο δρόμο ή αποβιβάζουν νέες δυνάμεις από την περιοχή της θάλασσας. Τουλάχιστον αυτό υπολογίζει ένας από την ομάδα του οι Φυσεντζίδη.

Οι άνδρες προχωρούν με αγωνία προς τη παραλία και φθάνουν προς τον κύριο δρόμο. Ακροβολίζονται και προχωρούν με κατεύθυνση τη Βασίλεια.

Γύρω τους οι εκρήξεις δονούν την ατμόσφαιρα. Τα πλοία βάλλουν από τη θάλασσα και οι σφαίρες σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους. Και οι στρατιώτες προχωρούν ακροβωλισμένοι μέσα στα δέντρα προς τη σωτηρία...

Η ομάδα, με υπεύθυνο τον Φυσεντζίδη, προχωρεί προς την περιοχή της Αϊρκώτισσας. Ο Ανθυπολοχαγός ζητά δυο προπομπούς, ώστε να εντοπίσουν τυχόν κινήσεις των τούρκων για να μη πέσουν όλοι στην παγίδα, σε περίπτωση που οι τούρκοι έχουν ήδη κινηθεί και κλείσει το δρόμο. Είναι υποχρεωμένοι να εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα.

Μπροστά πηγαίνει ο Πολιτικός Μηχανικός Γιώργος Μαλιετζής, έφεδρος, που έχει αποσπασθεί από τα ΛΟΚ στο Μηχανικό. Ακολουθεί ο συγχωριανός του Φίλιππος Δημητρίου, από τον Κάθηκα.

Η πορεία προς Βασίλεια είναι δύσκολη και συνεχίζεται μέσα στο άγνωστο. Ολοι συνεχίζουν να περπατούν ακροβολισμένοι από τις δυο πλευρές του δρόμου.

Ενώ προχωορύν ο Μαλιετζής βλέπει σε απόσταση 70 περίπου μέτων, μια ομάδα από τούρκους.

Πηδά αμέσως στην όχθη του δρόμου, ενώ παράλληλα ειδοποιεί τους άλλους. Κρύβεται πίσω από ένα δένδρο και από μακρυά ακούει τον Ανθυπολοχαγό Φυσεντζίδη που φωνάζει στους άνδρες του.

- Καλυφθείτε, εντοπίστηκαν τούρκοι.

Οι στρατιώτες υποχωρούν μέσα στα λεμονόδενδρα και καλύπτονται. Αυτή είναι και η τελευταία στιγμή που βλέπει την ομάδα του ο Μαλιεϊτζής. Ο ίδιος βρίσκεται κάπως μπροστά από τους άλλους και χώνεται πιο βαθειά μέσα στα δένδρα. Οι τούρκοι ακούν, φαίνεται τις φωνές τους και αρχίζουν να πυροβολούν.

Ο Μαλιεϊτζής μένει στο σημείο που βρίσκεται ακόμα αρκετή ώρα. Γύρω στις 8.30 αποφασίζει να κινηθεί μόνος του. Υπολογίζει ότι η διμοιρία του, με την οποία έχει χάσει κάθε επαφή, έχει προωρήσει από άλλη κατεύθυνση προς τη Βασίλεια. Και ο φόβος ότι δυνατόν να αποκλεισθεί μόνος του εδώ, χωρίς βοήθεια, τον κάνει να κινηθεί μόνος προς το άγνωστο.

Οι τούρκοι στρατιώτες δεν τον έχουν ακόμα εντοπίσει. Ενώ ετοιμάζεται να κινηθεί, μια τουρκική περίπολος, δύναμης διμοιρίας περνά από δίπλα του. Χώνει το κεφάλι του μέσα στο κράνος και βάζει το χέρι του στη σκανδάλη του όπλου του. Σκέφτεται να πωλήσει ακριβά τη ζωή του, σε περίπτωση που θα τον εντοπίσουν οι τούρκοι. Κράτα ακόμα και την ανάσα του για να μη κάνει θόρυβο καθώς η διμοιρία των τούρκων στρατιωτών περνά από δίπλα του, πάνω από την άκρη της όχθης, όπου είναι κρυμμένος. Για καλή του τύχη όμως δεν τον επισημαίνουν.

Η τουρκική διμοιρία προχωρεί προς την περιοχή του χωριού για να συνενωθεί με τις άλλες τουρκικές δυνάμεις που κατεβαίνουν από την ορεινή περιοχή. Σε άλλη άκρη των κάθετων δρόμων προς τη Λάπηθο αφήνουν και ένα στρατιώτη φρουρό για να ελέγχει τις διαβάσεις, ώστε σε περίπτωση που οποιοσδήποτε έλληνας κινηθεί για να διαφύγει, να πέσει μέσα στα πυρά τους.

Ο Μαλιεϊτζης κινείται με προφύλαξη. Προχωρώντας στην είσοδο της Λαπήθου, εντοπίζει ένα σημείο που δέχεται συνεχώς τα πυρά των τούρκων. Υπολογίζει ότι πρόκειται για φυλάκιο της Εθνικής Φρουράς, γιατί βλέπει τα πυρά του να κατευθύνονται προς την ορεινή περιοχή, ενώ βάλλεται από παντού από τους τούρκους.

Πλησιάζει και αρχίζει τις φωνές.

- Είμαι ο τάδε και θέλω να έλθω κοντά σας.

Αυτοί του απαντούν:

- Κάνε ότι σου λέμε για να βεβαιωθούμε ότι λες την αλήθεια.

Ο Μαλιεϊτζής προχωρεί και εκτελεί τις οδηγίες των ανδρών που βρίσκονται μέσα στο φυλάκιο. Στο φυλάκιο που σφυροκοπείται ανηλεώς βρίσκονται ένας ελλαδίτης και μερικοί άλλοι.

Ο Μαλιεϊτζής πιάνει αμέσως δουλειά. Δεν γνωρίζει από όλμους παρά ελάχιστα, αλλά βοηθά ώστε να ρίψουν όλα τα βλήματα που διαθέτει το φυλάκιο. Ομως το φυλάκιο βρίσκεται στο επίκεντρο του στόχου των τούρκων. Και βάλλεται συνεχώς.

Το φυλάκιο στο οποίο έχει πλησιάσει ο Γιώργος Μαλιεϊτζής δέχεται σκληρά πυρά. Και ο υπεύθυνος αξιωματικός, που είναι ένας ανθυπολοχαγός διατάζει εγκατάλειψη του σε απόσταση 500 μέτρων πιο κάτω.

Ομως ένας ανώτερος αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς έχει αντίθετη γνώμη. Και οι άνδρες επιστρέφουν στο φυλάκιο που είχαν εγκαταλείψει. Ο Μαλιεϊτζής όμως δεν επιστρέφει μαζί με τους άλλους άνδρες. Προχωρεί προς τις θέσεις που βρίσκεται η 31 Μ.Κ. και ενώνεται μαζί τους.

Εδώ βλέπει διάφορους άνδρες που ήσαν εγκλωβισμένοι στη Λάπηθο να καταφθάνουν τραυματισμένοι και ξεθεωμένοι στην κούραση και τη δίψα, αλλά και τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους.

Ενας πληγωμένος φθάνει με μια βάρκα από την εγκλωβισμένη περιοχή. Ενας άλλος φθάνει με σπασμένο το πόδι του. Ο ίδιος αναφέρει ότι με την κατάληψη της Λαπήθου αναγκάστηκε να πέσει με άλλους στη θάλασσα για να γλυτώσει. Ενώ κολυμπούσαν τους έβαλλαν συνεχώς οι τούρκοι και προσπαθούσαν να βρουν "κάλυψη" χώνοντας το κεφάλι τους μέσα στο νερό.

Τελικά τα κατάφεραν. Αλλά ενώ πλησίαζαν προς τη ακτή, το πόδι του πιάστηκε στους βράχους και αγναγκάστηκε να το στραμπουλήξει για να μπορέσει να το βγάλει και να συνεχίσει, με δυσκολία, την πορεία του προς τη σωτηρία.

Ενας άλλος από τη Λάρνακα που βγαίνει μετά δίνει μια πληροφορία για άλλα μέλη της διμοιρίας του. Λέγει ότι όλοι κινήθηκαν σε μια παράγκα. Αυτός απομακρύνθηκε από τη διμοιρία και δεν μπόρεσε να συνενωθεί μαζί τους και κατόρθωσε να φύγει προς τη σωτηρία.

Ενας τρίτος από τη διμοιρία που βγαίνει σε λίγο είναι ο Πέτρος Κωνσταντίνου μαζί με τέσσερις άλλους. Ο Κωνσταντίνου σαν δέχονται τα πυρά των τούρκων αποσχίζεται από τη διμοιρία και προχωρεί προς την παραλία και από εκεί κατορθώνει, μαζί με τους συντρόφους του, να βγουν στην ελεύθερη περιοχή.

Ο Φίλιππος Νικολάου από την Τύμπου και αυτός του Μηχανικού, περιπλανείται μέσα στη κατεχόμενη περιοχή και κρύβεται, δέκα περίπου ημέρες. Στις 15 Αυγούστου συλλαμβάνεται από μια ομάδα τούρκων που τον μεταφέρουν στην αιχμαλωσία στις φυλακές των Αδάνων.

Μια άλλη ομάδα που βρίσκεται στην περιοχή της Αγίας Αικατερίνης της Λαπήθου είχεν ως υπεύθυνο της τον Ανθυπολοχαγό Λοϊζο Λοϊζίδη από την Τύμπου. Στην ομάδα που αποτελείται από 20 άτομα βρίσκονται μεταξύ άλλων οι Ανδρέας Στύλλας, από τη Ζώδια, Πέτρος Χατζηγιάννης, Ανδρέας Γεωργίου από τον Αστρομερίτη, Νίκος Γεωργίου από το Συριανοχώρι, Ευρυπίδης Αθηνοδώρου από τον Παχύαμμο και δύο άλλοι (κάποιος Στελλάκης από το Καλό Χωριό Λεύκας ή την Πέτρα και κάποιος Φοίβος από την ίδια περιοχη).

Οι στρατιώτες ανήκουν στο 256 Τ.Π. Η επίθεση όμως των τούρκων εναντίον του Καραβά στις 5 Αυγούστου τους κάνει να τρέχουν και η μόνη τους έγνοια είναι πως να γλυτώσουν.

Με την υποχώρηση η ομάδα διασκορπίζεται προς διάφορες κατευθύνσεις. Πέντε από αυτούς, οι Στύλλας, Χατζηγιάννης, Αθηνοδώρου, Στελλάκης και Φοίβος φθάνουν στον κύριο δρόμο όπου διαπιστώνουν ότι είναι κλειστός. Βάλλονται με τόση σφοδρότητα που δεν μπορούν να κινηθούν και αποφασίζουν να πάνε προς την κατοικημένη περιοχή. Φοβούνται ότι εδώ ίσως δεχθούν καμιά αδέσποτη σφαίρα γιατί δεν έχουν καθόλου κάλυψη παρά μόνο τους κορμούς των δένδρων.

Μέσα στο κακό που ακολουθεί ένας από τους στρατιώτες, ο Φοίβος, εγκαταλείπει την ομάδα. Η πορεία προς τις κατοικημένες περιοχές συνεχίζεται μέσα σε ένταση και τρομερές δυσκολίες. Προχωρούν στο σπίτι κάποιου γέροντα που τους δίνει πολιτικά ρούχα και αλλάζουν "στέκι". Κατευθύνονται προς το σπίτι του οι Σάββας Θεοδούλου Μαστραππά. Ο γέροντας τους δίνει φαγητό και σταφύλι.

Δεν μπορούν όμως να μείνουν για πολύ εδώ και σε λίγο η παρέα διασκορπίζεται και μένουν μόνο οι Αθηνοδώρου και Χατζηγιάννης. Περιπλανώνται μόνοι τους μέσα στο χωριό χωρίς να γνωρίζουν πού να πάνε. Ελπίζουν ότι θα τα καταφέρουν να φύγουν, πράγμα φυσικά πολύ δύσκολο.

Οι δυο νέοι επιστρέφουν το βράδυ στο σπίτι του Μαστραππά και πάλι. Είναι ο μόνος που γνωρίζουν στο χωριό. Ο γέροντας τους δίνει φαγητό και τους συμβουλεύει:

- Οι τούρκοι έχουν μπει στο χωριό. Νομίζω είναι πολύ δύσκολο να μείνετε εδώ.

Ο Χατζηγιάννης πλησιάζει τον γέροντα. Βγάζει το ρολόϊ του και του λέγει:

- Θείε, πάρε σε παρακαλώ το ρολόϊ μου. Σου το αφήνω για ενθύμιο.

Τον αποχαιρετούν και ο γέροντας μόλις βγαίνουν προς την πόρτα τους προλαμβαίνει για να τους δώσει ένα άσπρο ρούχο για να το χρησιμοποιήσουν στην ανάγκη σαν σημαία για να παραδοθούν. Τους δίνει οδηγίες πιο μονοπάτι να πάρουν για να βγουν στην άκρη του χωριού και τους συμβουλεύει για δέυτερη φορά:

- Αν σκέφτεστε να παραδοθείτε σ' αυτούς που θα παραδοθείτε να ζητήσετε τον Κομμαντάντ (διοικητή).

Εχει ξημερώσει πια για καλά η 6η Αυγούστου όταν οι δυο νέοι αντιλαμβάνονται ένα στρατιωτικό τζιπ να τους πλησιάζει.

- Κομμαντάντ, Κομμαντάντ, φωνάζουν και οι δυο με μιά φωνή ενώ υψώνουν τα χέρια.

Μόλις ακούουν ότι οι δυο νέοι ζητούν τον διοικητή τους, τους καλούν να να ανέβουν στο τζιπ και τους μεταφέρουν στον υπεύθυνο αξιωματικό τους.

Ο αξιωματικός τους ανακρίνει για λίγο. Του λένε ότι κατάγονται από τη Ζώδια και ότι μετέφεραν καρπούζια για να πωλήσουν σε πελάτες τους και εδώ τους βρήκε ο πόλεμος.

Ο διοικητής διατάζει να μεταφέρουν τους δυο νέους στην Κερύνεια και μετά στη Λευκωσία. Νέα ανάκριση και εδώ.

Ο ανακριτης όμως δεν χωρατεύει. Εχει ακούσει πολλές ιστορίες αιχμαλώτων τις μέρες αυτές. Πολλοί εθνοφρουροί έχουν φορέσει πολιτικά ρούχα και ο καθένας λέγει μια φανταστική ιστορία, αλλά ουδέποτε παραδέχεται στον ανακριτή, παρά μόνο μετά από σκληρή πίεση, ότι είναι στρατιώτης.

- Καρπούζια γιοκ. Αφείστε αυτή την ιστορία. Πέστε μου την αλήθεια, φωνάζει ο ανακριτής.

Ο Χατζηγιάννης αποφασίζει να του πει την αλήθεια.

- Τον Ζηνωνή τον δάσκαλο που τον έδεσαν πίσω από το τανκ στο πραξικόπημα και τον έσερναν τον ξέρεις; Τον ρωτά ο ανακριτής.

- Δεν τον ξέρω.

- Βλέπεις ξέρουμε τα πάντα. Μη μου κρύβεις τίποτε γιατί χάθηκες.

Ο Χατζηγιάννης μένει έκπληκτος για τις πληροφορίες που έχει ο τούρκος ανακριτής για το χωριό του. Γνωρίζει πραγματικά τα πάντα.

Η ανάκριση κάποτε τελειώνει. Και οι δυο νέοι μεταφέρονται στην αιχμαλωσία, στα Αδανα.

Δύσκολες στιγμές στην Λάπηθο περνά και ο Αναστάσιος Παύλου από τον Καραβά, που τη μέρα της επίθεσης των τούρκων εναντίον της Λαπήθου βρίσκεται στο ύψωμα 190, κοντά στο μοναστήρι της Αχεροποιήτου. Υπεύθυνος της ομάδας του είναι ο ανθυπολοχαγός Νεόφυτος Νεοφύτου, επίσης από τον Καραβά.

Η υποχώρηση όμως μετά τη έναρξη της τουρκικής επίθεσης δεν αρκεί να φθάσει και οι νέοι κατευθύνονται και αυτοί μαζί με το πεζικό και τους άνδρες του μηχανικού προς την Αϊρκώτισσα. Είναι η μόνη ελπίδα, γιατί δεν βάλλεται τόσο πολύ η περιοχή καθ' ον χρόνο τα πυρά έρχονται από την ορεινή περιοχή.

Κοντά στην Αϊρκώτισσα βλέπουν ένα "Μίνι- Μάϊνορ" με δυο νεκρούς κοντά του. Προχωρούν και φθάνουν στον κύριο δρόμο, όπου ο Ασυρματιστής επικοινωνεί τη διοίκηση του Λόχου τους και βρίσκεται κάπου μεταξύ του χωριού Παναγρα και Λαπήθου.

Φαίνεται όμως ότι οι τούρκοι έχουν μπει στη συχνότητα τους και μόλις δίδουν το σημείο στο οποίο βρίσκονται αρχίζουν να βάλλουν εναντίον τους με σφοδρά πυρά.

Εγκαταλείπουν τη θέση τους τρέχοντας και κατευθύνονται προς το μισοκτισμένο κέντρο της Αϊρκώτισσας. Οι όλμοι όμως πυκνώνουν πολύ. Ενας ακούγεται να φωνάζει:

- Βγείτε όλοι έξω, εδώ είμαστε παγιδευμένοι. Θα μας κάνουν κόσκινο, αν μείνουμε εδώ.

Ο πανικός έχει καταλάβει την ομαδα και όλοι εκτελούν κάθε διαταγή ή γνώμη που ακούγεται, χωρίς να την εξετάσουν. Δεν υπάρχουν περιθώρια δεύτερης σκέψης.

Βγαίνουν έξω και αρχίζουν να τρέχουν. Ο Παύλου μαζί με τον γαμβρό του Σώτο Νικήτα τρέχουν ο ένας δίπλα στον άλλο. Τρέχουν προς το άγνωστο χωρίς να γνωρίζουν που είναι οι τούρκοι. Προχωρούν προς την παραλία με την ελπίδα να πέσουν στη θάλασσα και να φύγουν κολυμπώντας. Αλλάζουν όμως γνώμη την τελευταία στιγμή και κατευθύνονται προς την Αναμορφωτική Σχολή Λάμπουσας.

Εδώ δεν έχουν φθάσει μέχρι στιγμής οι τούρκοι.

Στη σχολή συναντούν και άλλους στρατιώτες, όπως τον Ανδρέα Παντέχη και τον Γιώργο Σοφό, επίσης από τον Καραβά.

Ευτυχώς γι' αυτούς η σχολή δεν έχει ακόμα καταληφθεί. Μπαίνουν στο κτίριο της σχολής και κρύβονται για αρκετή ώρα.

Για πόση ώρα όμως θα μείνουν εδώ; Γνωρίζουν ότι κάποτε θα τους βρουν οι τούρκοι και τότε ποιος τους εγγυάται ότι θα τους σεβαστούν;

Αυτό που φοβούνται δεν αργεί να έλθει. Ξαφνικά ακούν φωνές. Κρυφοκοιτάζουν από τον κρυψώνα τους. Βλέπουν μερικούς άνδρες να τρέχουν αλαφιασμένοι μέσα στην αυλή της σχολής. Ευτυχώς γι' αυτούς, οι άνδρες είναι εθνοφρουροί που ζητούν καταφύγιο. Τους φωνάζουν. Είναι επτά στρατιώτες.

Κρύβονται και αυτοί μαζί τους. Ομως η αγωνία τους κατατρώγει. Πρέπει να φύγουν από εδώ όσο γίνεται πιο γρήγορα. Η μόνη διέξοδος τους είναι η θάλασσα. Δυο δεν γνωρίζουν κολύμπι. Δεν μπορούν να τους αφήσουν όμως. Είναι κοινή η μοίρα όλων.

- Να βρούμε μια βάρκα ρίχνει ένας την ιδέα.

Πιο κάτω είναι οι βάρκες του Σπαθιά από τον Καραβά. Φεύγοντας για να γλυτώσει από τη μανία των τούρκων τις έχει αφήσει αγκυροβολημένες στο μικρό λιμανάκι.

Προχωρούν προς το στέκι του Σπαθιά. Η πρώτη βάρκα δεν λειτουργεί. Η δεύτερη παίρνει μπρος από την πρώτη. Αναπνέουν με ανακούφιση. Η ελπίδα της σωτηρίας τους δίνει κουράγιο.

Πηδούν όλοι στη βάρκα. Περιμένουν για λίγο να βραδιάσει και βάζουν μπρος.

Ολοι κάνουν τον σταυρό τους. Αισθάνονται ότι ο Θεός είναι τόσο κοντά τους αυτή τη στιγμή και τους ακούει, ενώ τον παρακαλούν ψιθυριστά να τους βουθήσει να γλυτώσουν.

Τα τουρκικά πλοία έχουν σταματήσει, να βάλλουν από τη θάλασσα μια και έχει βραδιάσει από φόβο μήπως κτυπήσουν τους τούρκους στρατιώτες που τώρα έχουν καταλάβει τη Λάπηθο και κυκλοφορούν στην κωμόπολη σαν κατακτητές.

Το μόνο που ακούγεται μέσα στο χωριό αυτή τη στιγμή είναι μερικοί πυροβολισμοί, οι εκρήξεις και οι φωνές των τούρκων στρατιωτων που κρύβονται στις διάφορες γωνιές του χωριού και φωνάζουν παραπλανητικά:

- Ρε Ανδρέα, ρε Γιώργο, εδώ είμαι, έλα κοντά μου.

Αυτό που κάνουν οι τούρκοι ξεγελά τους λίγους εθνοφρουρούς που κυκλοφορούν μέσα στο χωριό μόνοι χωρίς επαφή με τους ανωτέρους τους και τους συντρόφους τους. Και πολλές φορές σπεύδουν να πλησιάσουν αυτόν που τους φωνάζει. Αλλά μόλις ο στρατιώτης προβάλει, ξαφνικά ακολουθεί μια ριπή που αφήνει τον νέο στον τόπο.

Ομως έξω στη θάλασσα η βάρκα με τους λίγους στρατιώτες προχωρεί προς το άγνωστο. Εχουν βάλει σαν στόχο τους τον Βαβυλά, μερικά χιλιόμετρα ανατολικότερα στο μέσο της μικρής διαδρομής από τη Λάπηθο προς τη Βασίλεια. Ελπίζουν ότι η περιοχή δεν έχει ακόμα καταληφθεί.

Στη Λάπηθο οι εκρήξεις μοιάζουν κατά τη νύκτα με βεγγαλικά κάποιας πανηγυρικής φιέστας.

Η βάρκα με τους έντεκα στρατιώτες, λες και δεν κινείται. Ομως σιγά, σιγά, αλλά σταθερά τους μεταφέρει στην Ορκα μετά τη Βασίλεια, πριν από το Ακρωτήρι του Κορμακίτη.

Από εκεί προχωρούν και συνενώνονται με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς που έχουν αναγκασθεί να υποχωρήσουν σε άλλα σημεία.