Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

23.7.1974: Οι τούρκοι προελαύνουν προς τα χωριά Ελιά και Φτέρυχα της Κερύνειας. Ενας χριστιανός, αλλά τούρκος αξιωματικός, συμπεριφέρεται στους κατοίκους με μεγάλη καλωσύνη και ευγένεια προκαλώντας έκπληξη στους εγκλωβισμένους.

S-2188

23.7.1974: ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΠΡΟΕΛΑΥΝΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΕΛΙΑ ΚΑΙ ΦΤΕΡΥΧΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ. ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΛΛΑ ΤΟΥΡΚΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΕΚΠΛΗΞΗ ΣΤΟΥΣ ΕΚΓΛΩΒΙΣΜΕΝΟΥΣ

Οι τούρκοι με την προέλαση τους και κατάληψη της Κερύνειας στις 22 Ιουλίου 1974 βάλθηκαν να επεκτείνουν το προγεφύρωμά τους και προς τα δυτικά όπου βρίσκονταν διάφορα χωριά όπως η Ελιά, τα Φτέρυχα, το Κάρμι, το Τριμίθι Καραβάς και Λάπηθος.

Ακόμα βάλθηκαν να εκκαθαρίσουν τις περιοχές στην κορυφή του Πενταδακτύλου ώστε να επεκτείνουν το προγεφύρωμά τους, γύρω από την περιοχή του "Πέντε Μιλιού", που έγινε η απόβαση, σε μια έκταση 50-100 τετραγωγικών χιλιομέτρων ανάλογα με την αντίσταση που θα συναντούσαν ώστε να είναι έτοιμοι και για το επόμενο τους άλμα προς Μόρφου.

Στόχος ήταν να ξεκαθαρίσουν από την περιοχή από κάθε τι το ελληνικό ώστε να διακινούνται πλέον ελεύθεροι σε μια πλήρως τουρκική περιοχή που θα ξεκινούσε από την ανατολική περιοχή της Κερύνειας μέχρι τον Καραβά, τη Λάπηθο και τη Βασίλεια- δυτικά και από την παραθαλάσσια περιοχή του "Πέντε Μιλιού" της Κερύνειας βόρεια μέχρι τον Πενταδάκτυλο και από εκεί προς τη Λευκωσία.

Ηταν ένα φιλόδοξο σχέδιο το οποίο οι τούρκοι ήθελαν να εφαρμόσουν στη διάρκεια της κατάπαυσης του πυρός και χωρίς να ρίψουν έστω και ένα πυροβολισμό.

Ετσι την επομένη της κατάπαυσης του πυρός, στις 23 Ιουλίου 1974, τούρκοι σταρτιώτες κάμνουν και πάλι την εμφάνιση τους με νέες διαθέσεις στα χωριά Ελιά και Φτέρυχα στα οποία είχαν προελάσει από την πρώτη ημέρα της εισβολής στις 20 Ιουλίου, αλλά δεν έμειναν εκεί.

Ωστόσο στα δυο αυτά χωριά αυτή τη φορά δεν συναντούν παρά μόνο ελάχιστους κατοίκους. Οι περισσότεροι έχουν διαφύγει προς τη ορεινή περιοχή που θεωρείται πιο "ασφαλής".

Αλλοι που βρίσκονταν στα χωράφια τους και στις αγρεπαύλεις τους στην περιοχή του τουρκικού προγεφυρώματος έχουν συλληφθεί αιχμάλωτοι από προηγουμένως και είτε έχουν αφεθεί ελεύθεροι είτε μεταφέρθηκαν στην Κερύνεια στο ξενοδοχείο "Ντόουμ" είτε έχουν δολοφονηθεί με τον αγριότερο τρόπο.

Μόνο λίγοι γέροντες έχουν απομείνει στα δυο χωριά και αυτοί περνούν πραγματικά δύσκολες στιγμές αναμένοντας από στιγμή σε στιγμή την επιστροφή του τουρκικού στρατού. Οι πληροφορίες για τις ομαδικές σφαγές που διενήργησαν τις προηγούμενες ημέρες οι τούρκοι εισβολείς, κατά τη προέλαση τους, οργιάζουν και προκαλούν δέος, αλλά αυτοί ελπίζουν ότι η θύελλα θα πρέπει να έχει περάσει και θα τους σεβαστούν μια και είναι ηλικιωμένοι και άοπλοι.

Γελάστηκαν όμως.

Το πρωί της 23ης Ιουλίου, ο Νικόλας Πράτσος, 79 χρόνων από τα Φτέρυχα, επιστρέφει στο χωριό του από τον Καραβά, όπου είχε πάει για ψώνια.

Ο Καραβάς βρίσκεται ακόμα έξω από τη ζώνη ελέγχου των τούρκων.

Καθισμένος πάνω στο γαϊδούρι του ο γέροντας προχωρά κάπως ανήσυχος, μια και γνωρίζει ότι οι τούρκοι τριγυρνούν αδέσποτοι μέσα στα περιβόλια. Τώρα πιστεύει όμως ότι είναι κάπως πιο ασφαλής μια και έχει υπογραφεί από την προηγουμένη η εκεχειρία και οι συγκρούσεις έχουν σταματήσει, ενώ τα αεροπλάνα δεν εμφανίζονται πλέον στον ουρανό της περιοχής.

Μόλις φθάνει κοντά στην Ελιά αντιλαμβάνεται μερικούς τούρκους στρατιώτες να τον περιμένουν στην άκρη του μονοπατιού που ακολουθεί το γαϊδούρι του. Προσποιείται πως δεν τους βλέπει και κτυπά δυνατά το γαϊδούρι του στο σβέρκο για να επιταχύνει το βήμα του. Δεν προλαβαίνει όμως το ζώο να ανταποκριθεί στο κτύπημά του και οι τούρκοι στρατιώτες αρχίζουν τους πυροβολισμούς.

Ασυναίσθητα ο γέροντας, τραυματίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σκύβει το κεφάλι και το ζώο ξαφνιασμένο από τους πυροβολισμούς αρχίζει να τρέχει. Ετσι βγαίνει από το μονοπάτι και τρέχει ανεξέλεγκτα στον ελαιώνα.

Ο γέρο-Πράτσος βρίσκει κάλυψη. Οι τούρκοι στρατιώτες σταματούν τους πυροβολισμούς.

Μένει εκεί για αρκετή ώρα μέχρι που βραδιάζει και συνεχίζει την πορεία του προς το χωριό του, τα Φτέρυχα.

Φθάνει στο χωριό από τη άλλη πλευρά. Ελπίζει ότι εδώ δεν θα υπάρχει στρατός. Γελάστηκε. Οι τούρκοι στρατιώτες είναι παντού. Και αναγκάζεται να σταματήσει αυτό τη φορά στο νόημα που του κάνουν.

Ευτυχώς γι' αυτόν γνωρίζει καλά τα τούρκικα κι' έτσι συνεννοείται μαζί τους. Εκείνο που δεν κατορθώνει να επιτύχει είναι να τους πείσει να μη του πάρουν τα λίγα χρήματα που έχει μαζί του. Οι τούρκοι στρατιώτες τα παίρνουν όλα. Ο,τι έχει μαζί του, χρήματα, τσιγάρα και άλλα προσωπικά αντικείμενα τα αφαιρούν και τον διατάζουν να προχωρήσει.

Αλλά και μέσα στο χωριό βρίσκονται οι Τούρκοι. Και μόλις φθάνει τον συλλαμβάνουν και τον μεταφέρουν στο καφενείο του Γιαννή Ψωμά.

Στο δρόμο ένας από τους φρουρούς του, του παίρνει το μαντήλι και αφού το ξεσχίζει στα δύο, του δένει με το ένα κομμάτι τα μάτια και το άλλο τα χέρια πισθάγκωνα.

Στο χωριό επικρατεί ερημιά. Μόνο τούρκοι στρατιώτες κυκλοφορούν. Τα σπίτια είναι ανοικτά, οι πόρτες και τα παράθυρα παραβιασμένα. Οι δυο τούρκοι φρουροί του τον οδηγούν στην τοποθεσία "αμπέλια".

Ο γέροντας τους παρακαλεί:

- Αν δεν μπορείτε να με αφήσετε ελεύθερο, τουλάχιστο ξεδέστε λίγο τα μάτια μου γιατί δεν βλέπω και δεν μπορώ να ανέβω το βουνό.

Οι τούρκοι δεν του δίνουν σημασία και συνεχίζουν να τον σέρνουν και να τον σπρώχνουν για να ανέβει το βουνό όπου τον οδηγούν.

Από τον ιδρώτα το ρούχο με το οποίο είναι δεμένα τα μάτια του έχει χαλαρώσει και μπορεί τώρα να βλέπει. Το ύψωμα είναι μεγάλο. Και ο γέρο-Πράτσος το ανεβαίνει παρά τα 79 του χρόνια. Στην κορυφή του υψώματος βλέπει πολλά κανόνια, πολυβόλα και εκατοντάδες στρατιώτες.

Τις σκέψεις του γέροντα διακόπτει ένας παό τους δύο φρουρούς του που τον διατάσσει να σηκωθεί. Παίρνουν τώρα τον ανήφορο προς το άγνωστο. Κατευθύνονται προς την ακτή του "Πέντε Μιλιού", κοντά στο "Πικρό Νερό" όπου οι τούρκοι έχουν στήσει ένα πρόχειρο αρχηγείο μέσα σε ένα σπίτι, στον κύριο δρόμο.

Σέρνοντας τα πόδια του ο γέροντας πατά σε ίσιο δρόμο και κτυπά τα πόδια του στην άσφαλτο για να ξετιναχθεί το χώμα που έχει καλύψει τα παπούτσια του.

Σκύβει για να καθαρίσει και τα ρούχα του, όταν δυο τούρκοι στρατιώτες του φωνάζουν δυνατά να προχωρήσει.

Και ξαφνικά ενώ όλα φαίνονται τόσο σκοτεινά γύρω του ακούει μια βροντερή φωνή που τον κάνει να ξεθαρρέψει. Η φωνή είναι στα τούρκικα και όπως γνωρίζει τούρκικα ο γέροντας παίρνει κουράγιο.

- Γιατί δέσατε τον γέρο ρε χαϊβάνια; Γρήγορα λύσετε του τα χέρια και τα μάτια και φέρτε τον κοντά μου.

Ο Πράτσος αναπνέει με ανακούφιση. Επί τέλους κάποιος σεβάστηκε τα τόσα χρόνια που σέρνει στην πλατη του.

Αυτός που δίδει τη διαταγή είναι ένας τούρκος αξιωματικός προς τον οποίο κατευθύνονται. Οι δυο φρουροί του είναι τρομοκρατημένοι από τη φωνή που τους έβαλε ο αξιωματικός τους και προσπαθούν να δικαιολογηθούν.

Ο αξιωματικός σηκώνεται από τη θέση του, πλησιάζει τον γέροντα, τον κτυπά με σεβασμό στην πλάτη και του λέγει στα ελληνικά:

- Μακάριος γέροντα;

- Ναι γιέ μου, Μακάριος...

Ο αξιωματικός δεν λέει τίποτε άλλο. Βάζει το χέρι του πάνω το ώμο του γέροντα, τον αγκαλιάζει και τον οδηγεί στο πρόχειρο γραφείο του, στο αρχηγείο του. Του προσφέρει καφέ και τσιγάρο. Κουβεντιάζουν για λίγο.

Ο αξιωματικός θέλει να ενημερωθεί για την κατάσταση στην Κύπρο. Ο γέρο-Πράτσος δεν πιστεύει στα μάτια του. Πριν από λίγο τον έσερναν δεμένο πισθάγκωνα και τον υποοχρέωναν να ανέβει το ύψωμα με δεμένα τα μάτια και τώρα του προσφέρουν καφέ και τσιγάρο. Δεν θέλει ακόμα να πιστέψει πως ένας τούρκος αξιωματικός θα του συμπεριφερόταν με τόση καλωσύνη τη στιγμή που οι άνδρες του λίγες ώρες προηγουμένως τον υπέβαλλαν σε τόσες ταλαιπωρίες και βίαζαν και σκότωναν τόσο κόσμο.

Ξεθαρρεύει. Κοιτάζει αριστερά, δεξιά, να δει μήπως υπάρχει κανένας γνωστός του. Πραγματικά σε μικρή απόσταση από το σημείο που κάθεται βλέπει τους συγχωριανούς του Γιώρκο Χατζηγιαννάτζη με τη σύζυγο του Αθανασία, την Αγγελική Σάββα και τη Χαρίτα Πασιά. Είχαν μεταφερθεί εκεί προηγουμένως από τους τούρκους στρατιώτες που είχαν διατάξει την εκκένωση του χωριού. Είχε περάσει λίγο προηγουμένως από κοντά τους, αλλά στη σύγχυση του ούτε που τους πρόσεξε. Τώρα τους βλέπει καλύτερα και τους χαιρετά με το χέρι του, ενώ λοξοκοιτάζει τον αξιωματικό να δει την αντίδραση του.

- Είναι χωριανοί σου παππού; τον ρωτά ο αξιωματικός.

Ο γέρο-Πράτσος του κάνει νόημα με το κεφάλι και ο αξιωματικός καλεί τους συγχωριανούς του να πλησιάσουν.

Αυτή τη στιγμή φθάνουν μερικα λεωφορεία γεμάτα γυναικόπαιδα και γέροντες από άλλα γειτονικά χωριά. Μεταξύ αυτών είναι και ο Πετρής της Χρυστάλλας και ο Γώργιος Κοντός από τον Αγιο Γεώργιο της Κερύνειας.

Ο αξιωματικός όλο καλωσύνη, τους λέει ότι για το βράδυ θα εγκατασταθούν σε ένα διπλανό σπίτι.

Ενώ κατευθύνονται προς το σπίτι ο αξιωματικός που φαίνεται ότι έχει συμπαθήσει το γέροντα Πράτσο, τον πλησιάζει και τον διαβεβαιώνει:

- Παππού, θα σας φέρω φαγητό απόψε να φάτε και κουβέρτες για να ξαπλώσετε.

Το βράδυ κάνει ότι υποσχέθηκε. Στο κάτω μέρος του σπιτιού ξαπλώνουν οι άνδρες και στο ανόϊ οι γυναίκες. Κατάκοποι όπως είναι τους παίρνει γρήγορα ο ύπνος, παρά τις ανησυχίες και τους φόβους που έχουν.

Γύρω στα μεσάνυκτα όμως ακούν τις γυναίκες να φωνάζουν και να κλαίνε. Μερικοί στρατιώτες ανέβηκαν στο δωμάτιο των γυναικών με ανήθικους σκοπούς. Μόλις οι άνδρες τρέχουν προς βοήθεια τους φωνάζοντας, οι τούρκοι στρατιώτες πηδούν από το παράθυρο και εξαφανίζονται.

Την άλλη μέρα ο ίδιος αξιωματικός φθάνει χαμογελαστός στον γέρο-Πράτσο.

- Πώς περάσετε ψες παππού;

- Ασχημα γιε μου.

Και ο γέροντας αφηγείται στον αξιωματικό τι συνέβη το βράδυ.

- Τους γνωρίζεις;

- Ηταν νύκτα. Δεν πρόλαβα να τους δω.

- Θα διατάξω να σας μεταφέρουν στο ξενοδοχείο "Ντόουμ" της Κερύνειας για να γλυτώστε από τα χέρια τους.

Πραγματικά σε λίγο φθάνουν λεωφορεία για να τους μεταφέρουν στο ξενοδοχείο της κατεχόμενης πόλης, όπου έχουν αρχίσει ήδη να καταφεύγουν οι εγκλωβισμένοι κάτοικοι της Κερύνειας για να αποφύγουν την οργή και τη μανία των τούρκων στρατιωτών.

Το ξενοδοχείο προσφέρει ασφάλεια δεδομένου ότι βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ανδρών των Ηνωμένων Εθνών.

Τον γέρο-Πράτσο όμως τον κατατρώγει η περιέργεια. Ο τούρκος αξιωματικός του έχει συμπεριφερθεί όπως και στους άλλους με τόση καλωσύνη λες και είναι χρόνια γνωστοί. Αυτά όλα τον απασχολούν, ενώ ανεβαίνει στο λεωφορείο. Δεν αντέχει στον πειρασμό και όταν τον πλησιάζει ο αξιωματικός για να τον αποχαιρετίσει τον ρωτα:

- Με συγχωρείς γιε μου για το θάρρος μου, αλλά μιλάς τόσο καλά τα ελληνικά και η συμπεριφορά σου είναι τόσο περίεργη. Εσύ είτε πρέπει να είσαι έλληνας ή έχεις αίμα ελληνικό μέσα σστις φλεβες σου.

Ο γέροντας τα λέγει τόσο γρήγορα, γιατί φοβάται μήπως ο αξιωματικός τον διακόψει και δεν τον αφήσει να αποτελειώσει τη φράση του. Τα λέει όλα χωρις να περιμένει απάντηση, γιατί από την άλλη φοβάται μήπως τον θίξει γι' αυτά που του είπε.

Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, ο τούρκος αξιωματικός χαμογελά αντί να θυμώσει. Και αντί απάντησης ξεκουμπώνει το πουκάμισο του. Στο λαιμό του κρέμεται μια χρυσή καδένα και ένας χρυσός Σταυρός. Ο αξιωματικός παίρνει τον Σταυρό στα χέρια του, τον φιλά και λέγει στον γέροντα που περιμένει με αγωνία την απάντηση του:

- Οχι παππού, δεν είναι Μωαμεθανός, έλληνας χριστιανός είμαι, αλλά τούρκος υπήκοος. Υπηρετώ στον τουρκικό στρατό και οι ανώτεροι μου με διέταξαν να έλθω και εγώ στην Κύπρο. Και έπρεπε να υπακούσω.

Γύρω από τον γέροντα και τον αξιωματικό έχουν συγκεντρωθεί και άλλοι πολλοί αιχμάλωτοι. Και όταν βλέπουν τον τούρκο αξιωματικό να φιλά τον σταυρό και να τους εξηγεί ότι είναι χριστιανός, αρχίζουν να τον ευχαριστούν συγκινημένοι, ενώ οι γριούλες σταυροκοπιούνται.

Σε λίγο τα λεφορεία ξεκινούν για την Κερύνεια.

Ετσι τα Φτέρυχα και η Ελιά τα πρώτα χωριά νότια της περιοχης της του "Πέντε Μιλιού" όπου έγινε η τουρκική εισβολή έχουν πλέον εκκενωθεί μια και οι εναπομείνατες όλοι σχεδον οι κάτοικοι τους μεταφέρονται στην Κερύνεια.