Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Βρεττανία απορρίπτει πρόταση της Τουρκίας για κοινή δράση στην Κύπρο.

S-2151

17.7.1974: Η ΒΡΕTΑΝΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΓΙΑ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Η ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΠΙΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΝΑ ΔΡΑΣΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, ΣΤΗΝ ΙΝΤΕΛΙΝΤΖΕΝΣ ΣΕΡΒΙΣ, ΟΠΩΣ ΕΚΑΜΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, ΤΗΝ ΣΙΑ

Η Τουρκία και η Βρεττανία ως εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας της Κύπρου κινητοποιήθηκαν από την πρώτη στιγμή, αλλά από διαφορετική σκοπιά με την έκρηξη του πραξικοπήματος στην Κύπρο στις 15 Ιουλίου 1974.

Ο τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβιτ έθεσε αμέσως σε συναγερμός στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας του και δεν έκαμνε καμμιά προσπάθεια να αποκρύψει τις ενέργειες του αυτές.

Αντίθετα είχε κάθε λόγο να προβαίνει σε επίδειξη δυνάμεως. Το θέμα της Κύπρου πάντα το εκμεταλλεύονταν όλοι οι τούρκοι πολιτικοί, όπως και οι Ελληνες, και για τον Ετζεβίτ το πραξικόπημα παρουσιαζόταν σαν μια ευκαιρία να αποδείξει ότι ήταν ηγέτης και να προστατεύσει τα συμφέροντα της χώρας του και των τουρκοκυπρίων με ενδεχόμενη εισβολή που θα του έδινε περισσότερη αίγλη.

Ομως κινήθηκε με πολλή προσοχή και διπλωματικότητα.

Η πρώτη του αντίδραση ήταν μια προειδοποίηση ότι η Κύπρος κινδύνευε να χαθεί για το πραξικόπημα θα οδηγούσε στην ένωση ενώ από την άλλη τόνιζε ότι κινδύνευαν οι τουρκοκύπριοι και ότι η Τουρκία θα επενέβαινεν αν οι Ελληνες αξιωματικοί που είχαν διενεργήσει το πραξικόπημα δεν αποσύρονταν όπως είπε:

Εάν η Ελλάδα επιχειρήσει να μετατρέψει το καθεστώς της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι δυνατό να θεωρείται πλέον εγγυήτρια δύναμη. Δεν είναι δυνατό να αποδεχθούμε κανένα τετελεσμένο γεγονός. Ούτε να παραιτηθούμε από τα δικαιώματα μας. Θα κάνουμε ο,τιδήποτε για να υπερασπισθούμε τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας".

Η δήλωση και η προειδοποίηση του Ετζεβίτ βρήκε απήχηση μεταξύ της διεθνούς κονής γνώμης. Καμμιά φωνή δεν ακούστηκε εναντίον των προειδοποιήσεων του. Αντίθετα οι φωνές (ανατολικές, ευρωπαϊκές, ακόμα και δυτικές) εστρέφοντο εναντίον της ενέργειας της Ελλάδας, την οποίαν κατηγορούσαν ανοικτά και θεωρούσαν άμεσα υπεύθυνη για το πραξικόπημα.

Οι δηλώσεις αθωότητας της Ελλάδας για τα γεγονότα στην Κύπρο δεν έπειθαν κανέναν, ενώ οι θέσεις του Ετζεβίτ που βρισκόταν σε θέση ισχύος μια και δεν ήταν αυτός που προκάλεσε την κρίση, γίνονταν ευμενώς δεκτές ή τουλάχιστον δεν προκαλούσαν αντίδραση μια και μιλούσε για τη ανάγκη διάτρησης της ανεξαρτησίας της Κύπρου.

Την Τρίτη 16 Ιουλίου 1974, ο Ετζεβίτ έπαιζε πολύ έξυπνα το παιχνίδι του. Αφηνε να εννοηθεί ότι υποστήριζε την επιστροφή του Προέδρου Μακαρίου- μια θέση που έπεφτε σε πολύ πρόσφορο έδαφος. Ακόμα και ο Πρόεδρος Τίτο της Γιουγκοσλαβίας όπως είπε αργότερα ο Πρόεδρος Μακάριος, παραπλανήθηκε από τον Ετζεβίτ και υποστήριζε δράση του στην Κύπρο.

Ακόμα ζήτησε όπως στην Κύπρο σταλούν περισσότεροι τούρκοι στρατιώτες πέραν των 650 που προνοούσαν οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.

Τη θέση και τις αξιώσεις του Ετζεβίτ καθόρισε και ο ανταποκριτής του Μπι Μπι Σι στην Αγκυρα που είχε επαφές με τούρκους επισήμους:

"Κατά τους τούρκους το πραξικόπημα της περασμένης Δευτέρας είναι μια ακόμη παραβίαση του συντάγματος της Κυπριακής ανεξαρτησίας. Το σύνταγμα ετέθη εν ισχύϊ από το 1960 και υπεγράφη από την Βρεττανία, την Ελλάδα και την Τουρκία, οι οποίες ήσαν εγγυήτριες δυνάμεις. Αλλά είχεν ατονήσει από τον Δεκέμβριο του 1963 όταν η τουρκική κοινότητα της Κύπρου εδέχθη επιθέσεις και απεσύρθη σε ορισμένες περιοχές του νησιού.

Κατά τον τούρκο πρωθυπουργό το νέο καθεστώς στην Κύπρο δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την ανεξαρτησία της τουρκικής κοινότητας στην Κύπρο και η δημιουργία της Εθνοφρουράς, έγινε μετά την τροποποίηση του συντάγματος, που έκαμαν μονομερώς οι ελληνοκύπριοι.

Γι'αυτό τώρα η Τουρκία διατυπώνει την αξίωση όπως για την ασφάλεια των τουρκοκυπρίων δεν αρκεί η παρουσία των 650 τούρκων αξιωματικών και στρατιωτών και ζητεί όπως η ισορροπία των δυνάμεων στην κύπρο γίνει δικαιοτέρα.

Με δυο λόγια η Τουρκία ζητεί την επανεγκαθίδρυση των συνθηκών του 1960 ή εάν τούτο δεν καταστεί δυνατό την υπογραφή νέας συμφωνίας προς επίλυση του ακανθώδους αυτού προβλήματος".

Οι φωνές υπέρ του Ετζεβίτ άρχισαν να δυναμώνουν. Είναι χαρακτηριστικά αποσπάσματα από σχόλια της βεττανικής εφημερίδας "Γκάρτιαν" και του επίσης βρεττανικού περιοδικού "Εκόνομιστ" για τις θέσεις και επιδιώξεις του Ετζεβίτ και των κινδύνων που υπήρχαν:

ΓΚΑΡΤΙΑΝ: Οι τουκικές δυνάμεις είναι αρκετές για να καταποντίσουν τον Σαμψών μέσα σε 48 ώρες και οι τουρκοκύπριοι είναι οργανωμένοι σε στρατιωτικούς σχηματισμούς που θα μπορούσαν να βγουν από την Ιστορία της απόβασης δίχως μεγάλες αβαρίες. Πρώτα από όλα η Ελλάδα έχει ήδη παραβιάσει τη συμφωνία της Ζυρίχης και έτσι αρκετοί παράγοντες ευρίσκονται ήδη με το μέρος του κ. Ετζεβίτ.

ΕΚΟΝΟΜΙΣΤ: Φυσικά ο τελικός σκοπός των Ελλήνων είναι η ένωση με την Ελλάδα, αλλά αυτά είναι κάτι που η νέα κατάσταση δεν ήταν σε θέση να εκφράσει αυτή την εβδομάδα λόγω της τουρκικης στρατιωτικής απειλής. Από την άποψη αυτή δίνεται η ευκαιρία στην Τουρκία να διαπραγματευθεί τι οφέλη θα ήταν δυνατό να αποκομίσει από τη νέα κατάσταση. Οι τούρκοι θα ήθελαν να πετύχουν κάποια μορφή διπλής Ενωσης. Τώρα που ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος έχει βγει από τη μέση υπάρχει κάποια ελπίδα ότι η Ελλάδα και η Κύπρος θα δυνηθούν να έλθουν σε κάποια διευθέτηση με την Τουρκία. Ενδεχόμενος διάλογος για διπλή ένωση θα παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τη μια πλευρά οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι θα διεξάγουν συζητήσεις περιοριστικής λύσεως με βάση την ανεξάρτητη και κυρίαρχη Κύπρο. Στα παρασκήνια όμως η Τουρκία και η Ελλάδα θα διεξάγουν διαπραγματεύσεις για το διαμελισμό της νήσου μεταξύ τους".

Οι θέσεις αυτές των βρεττανικών εντύπων διατυπώνονταν λίγο μετά την επίσκεψη του Ετζεβίτ στο Λονδίνο στις 18 Ιουλίου.

Ο Ετζεβίτ πήγε στο Λονδίνο την πρηγουμένη, 17 Ιουλίου 1974, για να προτείνει στην Βρεττανία την ανάληψη κοινής δράσης στην Κύπρο.

Με βάση τη συνθήκη Εγγηυήσεως της κυπριακής ανεξαρτησίας όταν παραβιαζόταν η ανεξαρτησία της Κύπρου οι τρεις χώρες μπορούσαν είτε από κοινού είτε απο μόνες τους να παρέμβουν στο νησί για να αποκαταστήσουν την τάξη.

Ετσι ο Ετζεβίτ έφυγε στο Λονδίνο έχοντας στο νου του την πιθανότητα εισβολής στο νησί.

Κι έτσι ζήτησε πρώτα κοινή δράση από τον βρεττανό πρωθυπουργό.

Στο Λονδίνο ο Ετζεβίτ έφθασε ενισχυμένος. Ηδη η Βουλή της Τουρκίας σε έκτακτη συνεδρία της είχε υποστηρίξει πλήρως τις ενέργειες του προς τη Βρεττανία για κοινή δράση.

Φθάνοντας στο Λονδίνο ο Ετζεβίτ είχε ήδη φροντίσει να αμαυρώσει τελείως την εικόνα που επικρατούσε για την χούντα των Αθηνών, ώστε να δικαιολογήσει κάθε ενέργεια του.

Ετσι με μια επιστολή του στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Κουρτ Βάλντχαϊμ καλούσε τα Ηνωμένα Εθνη να πάρουν μέτρα για παρεμπόδιση της παράνομης, όπως τη χαρακτήριζε εισαγωγής στρατευμάτων στην Κύπρο, η οποία κατά την άποψη του δυνατόν να ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων υπέρ της Ελλάδας.

Ο Ετζεβίτ κατηγορούσε και πάλι την Ελλάδα ότι είχε σχεδιάσει το πραξικόπημα που έφερε τον Νίκο Σαμψών "γνωστό φανατικό της ένωσης".

Η βρεττανική στάση ήταν γνωστή. Ηδη με βοήθεια της Βρεττανίας κατέστη δυνατή η διαφυγή του προέδρου Μακαρίου στο Λονδίνο, ενώ από την άλλη ήταν η πρώτη από τις μεγάλες δυνάμεις που αναγνώριζε τον Πρόεδρο Μακάριο ως τον νόμιμο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, έστω και μετά τη επικράτηση του σαμψών.

Παράλληλα η Βρετανία τάχθηκε υπέρ της αντικατάστασης των Ελλήνων αξιωματικών και όπως δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Τζαίημς Κάλλαχαν στη Βουλή, με αυτό τον τρόπο η ένταση στη νήσο θα μειωνόταν.

Οταν όμως ο Ετζεβίτ έφθασε στο Λονδίνο και ζήτησε από τον βρεττανό πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσων να δράσουν από κοινού, συνάντησε μια Βρεττανία εντελώς απρόθυμη για κοινή δράση.

Ο Υπουργός Εξωτερικών Τζαίημς Κάλλαχαν παρουσιάστηκε σαν να βρισκόταν σε αμφιβολία κατά πόσον είχε δικαίωμα να απέμβει η χώρα του για να αποκαταστήσει το Μακάριο. Αλλος ισχυρισμός του ήταν ότι δεν διάθετε η Αγγλία τα μέσα για να δράσει από τις βάσεις.

Υπέρ της άποψης αυτής είχε ταχθεί και ο αρχηγός του Επιτελείου Αμύνης της Βρεττανίας Στρατάρχης Μάϊκλ Κάρβερ ο οποίος είχε διατελέσει και ως αρχηγός της βρεττανικής ειρηνευτικής δύναμης το 1963 κατά τον καταρτισμό της πράσινης γραμμής στην Κύπρο, ο οποίος είχε τη άποψη ότι δεν μπορούσε να γίνει επέμβαση υπέρ του Μακαρίου γιατί οι Αγγλοι δεν διέθεταν τανκς και αεροπλάνα κρούσεως.

Ενας άλλος λόγος που προβλήθηκέ ήταν ότι οι Κύπριοι θα στρέφονταν εναντίον των εισβολέων με όλα τα μέσα που διέθεταν.

Την απόφαση της βρεττανικής Κυβέρνησης να μη επέμβει υπερ του Προέδρου Μακαρίου διερεύνησε η βρεττανική εφημερίδα "Τάϊμς" και η οποία έγραψε ότι συντάκτες της ήλθαν σε επαφή με ανώτερους κυβερνητικούς επισήμους μετά το πραξικόπημα. Οι συντάσκτες της εφημερίδας κατέληξαν στο πιο κάτω συμπέρασμα:

"Από τη αρχή η Βρεττανική Κυβέρνηση δεν πίστευε πως ο,τιδήποτε και να συνέβαινε η πτώση του Μακαρίου σήμαινε με βεβαιότητα την κατάρρευση της συνθήκης του 1960. Η Βρεττανική άποψη ήταν ότι η Συνθήκη ήταν νεκρό γράμμα για πολλά χρόνια. Από το 1964 σύμφωνα με την ίδια άποψη των Αγγλων, ο Μακάριος δεν κυβερνούσε σύμφωνα με τις Συμφωνίες. Ενώ όμως ο Μακάριος κατόρθωνε να επιβιώνει η φόρμουλα είχε ισχύ. Με την αναχώρηση του όμως η συνθήκη κατέρρευσε.

Ετσι το βρεττανικό Υπουργικό Συμβούλιο κατέληξε στη βαθειά διαφιλονικουμένη απόψαση να μη επέμβει η Βρεττανία στρατιωτικά για να αποκαταστήσει το σύνταγμα του 1960. Για τη Βρεττανία το να επιχειρήσει αποκαστάσταση του στρατιωτικά αποτελούσε ανοησία και το να σκεφθεί επέμβαση με την Τουρκία θα ήταν αυτοκτονία. Και αυτό πρώτα γιατί οι τούρκοι δεν θα επενέβαιναν απλώς για να αποκαταστήσουν τον μισητό τους αντίπαλο Μακάριο και δεύτερο γιατί όποιος κύπριος μπορούσε να σηκώσει όπλο, ανεξάρτητα από τις απόψεις του για τον Σαμψών, θα έστρεφε τα όπλα εναντίον των ξένων εισβολεων.

Από την άλλη στρατιωτική επέμβαση δεν ήταν πρακτικά στή σκέψη. Ο αρχηγός του Επιτελείου Αμύνης στρατάρχης Μάϊκλ Κάρβερ είπε ότι και μόνο το γεγονός ότι οι Αγγλοι δεν διέθεταν τανκς και αεροπλάνα κρούσεως, ήταν αρκετό για να ασκήσει βέτο για την επέμβαση. Η άποψη του Υπουργείου Αμυνας δυνατό να ήταν λανθασμένη. Αλλά η γνώμη του Κάρβερ ήταν τόσο σταθερή, ώστε θα ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο να την ανατρέψει η Κυβέρνηση.

Τη στάση της Βρεττανίας να μη επέμβει υπέρ του Μακαρίου διερεύνησε το 1976 και βρεττανική Διερευνητική Αποστολη με επικεφαλής τον πρώην Υπουργό Κοινοπολιειακών Σχέσεων Αρθουρ Μπόττομλυ.

Στην Επιτροπή αναφέρθηκαν οι ίδιες δικαιολογίες: "Οταν έγινε το πραξικόπημα, βρίσκονταν στην Κύπρο τρεις χιλιάδες Αγγλοι στρατιώτες που υποστηρίζονταν από σημαντικές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και αργότερα αυξήθηκαν σε 5,553 άνδρες.

Ο κ. Κάλλαχαν καταθέτοντας στην Επιτροπή φαινόταν αβέβαιος κατά πόσον η Βρεττανία είχε δικαίωμα να επέμβει. Οταν όμως πιέστηκε σε ένα σημείο απάντησε: Τολμώ να πω ότι νομικά είχαν δικαίωμα.

Η Επιτροπή πιστεύει ότι η Βρεττανία είχε νόμιμο δικαίωμα να επέμβει βάσει της συνθήκης Εγγυήσεως του 1960 και απορρίπτει την θέση ορισμένων βρεττανών αντιπροσώπων στην Κύπρο, ότι βρεττανική επέμβαση στον καιρό του πραξικοπήματος ήταν δυνατό να θωρηθεί σαν επέμβαση στα εσωτερικά της Κύπρου.

Η Βρεττανία είχε νομικό δικαίωμα, την ήθική υποχρέωση και την στρατιωτική δυνατότητα να επέμβει στην Κύπρο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974. Δεν επενέβη όμως για λόγους τους οποίους η Κυβέρνηση αρνείται να αποκαλύψει".

Οπως και στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, η Βρεττανία δεν πήρε εκ των προτέρων κανένα μέτρο για να παρεμποδίσει το πραξικόπημα. Και ενώ το έβλεπε να πλησιάζει, δεν πρόβαλε ισχυρά όσο θα έπρεπε τις υποχρεώσεις της σαν εγγυήτριας δύναμης της ανεξαρτησίας της Κύπρου σαν έβλεπε μια άλλη συνεγγυήτρια της να απειλεί αυτό το καθεστώς που ανέλαβε πριν 14 χρόνια να προστατεύσει.

Ο Πρόεδρος Μακάριος είχε ενημερώσει τον βρεττανό ύπατο αρμοστή στη Λευκωσία για τις κινήσεις του Δημήτριου Ιωαννίδη και για τις πληροφορίες που είχε ότι προγραμμάτιζε εναντίον του, αν όχι πραξικόπημα, τουλάχιστον κάποια δυναμική ενέργεια. Η ενημέρωση έγινε δυο βδομάδες πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα, όπως είχε κάμει ο Μακάριος και με την αμερικανό πρσβευτή Ρότζερ Νταίηβις.

Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Βρεττανίας Χάττερσλι δεν έκαμε καμμιά προσπάθεια να αποκρύψει το γεγονός της ενημέρωσης τον Μάϊο του 1976 από τη βρεττανική τηλεόραση για να απαντήσει για το ρόλο της χώρας του. Εκείνο που έκανε ήταν να δικαιολογήσει απλώς τη στάση της γιατί δεν πήρε μέτρα:

" Η Βρεττανία δεν έλαβε σοβαρά υπόψη της την προειδοποίηση αυτή (του Μακαρίου) γιατί είχαν προηγηθεί και στο παρελθόν παρόμοιες προειδοποιήσεις".

Ο Χάττερσλι είχε εμφανισθεί στην Τηλεόραση έπειτα από την ετοιμασία της έκθεσης της Διερευνητικής Επιτροπής της βεττανικής Βουλής.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κάλλαχαν παρουσιάστηκε ως αθώα περιστερά όχι γιατί δεν βοήθησε στην ανατροπή του καθεστώτος Σαμψών όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, αλλά για ότι γνώριζε εκ των προτέρων τις προθέσεις της χούντας. Δήλωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε, ότι δεν είχε καμμιά συγκεκριμένη πληροφορία και επέρριψε και αυτός το βάρος της ευθύνης όπως στην περίπτωση των αμερικανών, στους ώμους της δικής του μυστικής υπηρεσίας, της Ιντέλιντζενς Σέρβις.

Ανέφερε η Επιτοπή στην Εκθεση της:

"Ο κ. Κάλλαχαν κατέθεσε (στην Επιτροπή) ότι η Βρεττανία δεν είχε πληροφορίες εκ των προτέρων είτε για το πραξικόπημα είτε για τη τουρκική εισβοιλή".

Το συμπέρασμα της Επιτροπής όμως ήταν καταπέλτης για τον Κάλλαχαν και την βρεττανική Κυβέρνηση. Ακουαν τις δικαιολογίες του, αλλα δεν τις συμμερίστηκαν. Γι'αυτό:

"Αμφισβητεί κατά πόσο η Βρεττανία εξεπλήρωσε τις υποχρεώσεις της σαν μια από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Κύπρου βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως".

Η Ιντέλιντζενς Σέρβις κατηγορείτο επίσης και στην έρευνα της εφημερίδας "Τάϊμς" ότι δεν ερμήνευσε σωστά τη μαρτυρία που είχε γύρω από τις προθέσεις της χούντας να κινηθεί εναντίον του Μακαρίου:

" Η Βρεττανική Κυβέρνηση δεν είχε πληροφορίες για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Είχε όμως αρκετή μαρτυρία ότι κάτι θα συνέβαινε. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η βρεττανική μυστική υπηρεσία όπως και η ΣΙΑ ήταν να ερμηνεύσει αυτήν την μαρτυρία σωστά. Πηγή που είχε άμεση ανάμιξη δήλωσε: "Οι αγγλικες υπηρεσίες ήσαν τόσο καλές όσο θα μπορούσε κανείς να περιμένει".

Οι αγγλικές υπηρεσίες είχαν τις ίδιες πληροφορίες που είχε και η ΣΙΑ που πέντε ολόκληρες βδομάδες πριν το πραξικόπημα πληροφορούσε την Ουάσιγκτων ότι η χούντα μελετούε πραξικόπημα.

Η Βρεττανική Υπηρεσία Πληροφοριών στην Κύπρο έπαιρνε τις ίδιες πληροφορίες. Αυτό όμως δεν ήταν κάτι το νέο για τους Αγγλους. Ο Μακάριος είχε επιζήσει πολλών αποπειρών πριν και ο ίδιος γνώριζε τουλάχιστο μερικές από τις

προετοιμασίες της χούντας. Το βρεττανικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε επίσημος του, ανησύχησε από την επιστολή που ο Πρόεδρος Μακάριος απέστειλε στον Στρατηγό Γκιζίκη και πίστευε ότι ο Μακάριος το διακινδύνευε. Ομως κατά την αγγλική άποψη και στο παρελθόν είχε καταφέρει να γλυτώσει, γιατί όχι και τώρα.

Δυνατόν να υπήρχε χάσμα μεταξύ εκείνων που γνώριζε η βρεττανική Υπηρεσία Πληροφοριών και εκείνων που γνώριζε το υπουργείο Εξωτερικών όπως φαίνεται να υπήρχε μεταξύ εκείνων που γνώριζε ή έκαμνε το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών.

Σύμφωνα με άγγλο επίσημο: "Χωρίς αμφιβολία κάτι μαγειρευόταν, αλλά μόνο την "πρώτη βδομάδα του Ιουλίου αντιληφθήκαμε τι συνέβαινε". Εκείνο που έδωσε ενδείξες στην αγγλική πρεσβεία στην Αθήνα ήταν μια σειρά παραιτήσεις ανωτάτων αξιωματούχων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών που χειρίζονταν το Κυπριακό και τις σχέσεις με την Τουρκία.

Από τις 2 Ιουλίου μέρα της αποστολής της επιστολής Μακαρίου η ΣΙΑ διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι η χούντα υποχωρούσε. Αυτό αποτελούσε σκόπιμο σχέδιο της χούντας, το οποίο η ΣΙΑ πίστεψε εν μέρει γιατί βρισκόταν πάρα πολύ κοντά της. Η Βρεττανική Υπηρεσία Πληροφοριών στην Κύπρο πήρε τις ίδιες παραπλανητικές πληροφορίες μια βδομάδα με δέκα μέρες ύστερα από την ΣΙΑ.

Ο τότε πρεσβευτής (των ΗΠΑ) στην Αθήνα Χένρι Τάσκα δήλωσε ότι οι βρεττανοί επίσημοι στην Αθήνα έδωσαν στην πρεσβεία του την πληροφορία στις 13 Ιουλίου, ότι η χούντα είχε μεταβάλει γνώμη και θα μετακινούσε τους αξιωματικούς της από την Κύπρο όπως είχε ζητήσει ο Πρόεδρος Μακάριος. ο Βρεττανός πρσβευτής στην Ουάσιγκτων διαβεβαίωνε τον ανήσυχο Κύπριο συνάδελφο του ότι όλα θα πήγαιναν καλά".

Με την μια ή την άλλη δικαιολογία ο βρεττανός πρωθυπουργός Ουίλσων αρνήθηκε στον Ετζεβίτ στις διήμερες συνομιλίες τους στο Λονδίνο να δράσουν από κοινού με την Τουρκία στην Κύπρο. Και ακόμα αρνήθηκε σ' αυτόν να χρησιμοποιήσει και τις διευκολύσεις των βάσεων στην Κύπρο προκειμένου να επέμβει μόνος του αφού η Βρεττανία δε τον ακολουθούσε.

Ανέφερε στα απομνημονεύματα του ο Ουίλσων:

"Σκοπός της επίσκεψης του Ετζεβίτ ήταν να ζητήσει τη συμφωνία μας για τουρκική εισβολή στη νήσο για να προστατεύσει την εκεί τουρκική μειονότητα. Γι' αυτό το λόγο μας ζήτησε να του επιτρέψουν να χρησιοποιήσει την κυρίαρχη βάση στο Ακρωτήρι, γι' αυτή την επιδίωξη. Ελαβε από εμάς ένα ευγενικό, αλλά σαφές "όχι".

Το τι πρότεινε ο Ετζεβίτ στην αγγλική Κυβέρνηση, το αποκάλυψε τον Μάϊο του 1975 και ο πρόεδρος της Τουρκίας Φαχρί Κορούτουρκ σε ομιλία του σε αντιπροσωπεία δημοσιογράφων από την Ουγάνδα. Ο Κορούτουρκ επιβεβαίωσε αυτά που ανέφερε ο βρεττανός πρωθυπουργός αλλά προέβη και σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη: Οι άγγλοι, είπαν στον Ετζεβίτ ότι δεν είχαν στρατιώτες στην Κύπρο, αλλά αν ήθελε μπορούσε να αποβιβασθεί μόνος του, δηλαδή αν επενέβαινε δεν θα αντιμετώπιζε τους βρεττανούς που θα παρέμεναν απλώς θεατές;".

Πρόθεση μας ήταν να κάνουμε την επιχείρηση χωρίς αιματοχυσία. Γι' αυτό στείλαμε τον Πρωθυπουργό μας στο Λονδίνο για να διαπραγματευθεί, με την κυβέρνηση της Μεγάλης Βρεττανίας που είχε εγγυηθεί το καθεστώς της Κύπρου. Οι Αγγλοι απάντησαν: Δεν έχουμε στρατιώτες να σας βοηθήσουμε, αν μπορείτε αποβιβασθείτε μόνοι σας στη νήσο. Τους υπενθυμίσαμε ότι είχαν βάση στη νήσο, παρ' όλον που δεν είχαν δυνάμεις και τους είπαμε: "Ας συνενώσουμε, τις διευκολύνσεις μας εφ' όσον είμαστε δυο κράτη που έχουν εγγυηθεί και δεν εδέχθησαν ούτε αυτή ακόμη την πρόταση".