Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

29.7.1975: Ο θανατικός ανακριτής αποφαίνεται ότι η δολοφονία του Κόκου Φωτίου στη Λάρνακα στη διάρκεια της δράσης της ΕΟΚΑ Β σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε "κατόπιν καθορισθέντος προγράμματος".

S-1946

29.7.1975: Ο ΘΑΝAΤΙΚΟΣ ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΟΚΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ Β ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΕ "ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΘΟΡΙΣΘΕΝΤΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ". ΟΙ ΚΟΥΠΠΗΣ ΚΑΙ ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΟΛΥΕΤΕΙΣ ΦΥΛΑΚΙΣΕΙΣ ΕΝΩ ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΕΚΔΟΣΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΚΑΚΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΣΘΕΙ

Δυοχρόνια μετά τη δολοφονία του Κόκλυ Φωτίου, στις 29 Ιουλίου 1975, η Αστυνομία εξέδωσε διάταγμα σύλληψης εναντίον των Κυριάκου Κουππή, Κυριάκου Κακή και Κλαύδιου Νεοκλέους, πρώην ηγετικών στελεχών της ΕΟΚΑ Β για τον φόνο του Γεωργίου Φωτίου.

Αυτό έγινε μετά το πόρισμα της θανατικής ανάκρισης.

Στο πόρισμα αναφέρεται ότι υπήρχαν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούσαν να προσαφθεί εναντίον τους κατηγορία για τη δολοφονία του Φωτίου που διεπράχθη στις 5 Απριλίου 1973 στη Λάρνακα.

Η Αστυνομία αναζήτησε τον Κυριάκο Κουππή και τον Κλαύδιο Νεοκλέους τόσο στα σπίτια τους όσο και στις εργασίες τους αλλά δεν ανευρέθησαν.

Ο Νεοκλέους εργαζόταν στην Πυροσβεστική και τις τελευταίες ημέρες απουσίαζε από την εργασία του γιατί ήταν άρρωστος.

Ο Κυριάκος Κακής απουσίαζε γι' αρκετό καιρό στη Βρεττανία. Οπως ανέφερε ο δικαστής (Αγών 30.7.1975)" οι καταθέσεις ήταν γνωστές στην αστυνομία που δεν προέβη όμως σε συλλήψεις, δηλαδή λόγω της αμνηστίας που έδωσε ο Πρόεδρος Μακάριος. Εναντίον τους είχαν εκδοθεί εντάλματα σύλληψης".

Στο πόρισμα της θανατικής ανάκρισης που εκδόθηκε χθες το πρωί (29.7.1975) από τον Επαρχιακό δικαστή Πέτρο Αρτέμη αναφέρεται ότι η δολοφονία του Φωτίου έγινε κατόπιν σχεδίου.

Προστίθετο στην απόφαση στην οποία αναλύονταν όλα τα γεγονότα της δολοφονίας του Φωτίου και οι μετέπειτα ενέργειες της Αστυνομίας:

Από μαρτυρία του Νεοφύτου Ανδρέου που παρακολούθησε εν λεπτομερεία όλα τα γεγονότα τα οποία έγιναν προ και κατά την διάρκειαν του εγκληματικού επεισοδίου ως και από ματυρίαν έξη άλλων μαρτύρων προκύπτει ότι ο Φωτίου άρχισε να φοβάται την πιθανότητα επιθέσεων εναντίον της παρουσίας του από μέλη της οργανώσεως ΕΟΚΑ Β.

Σε μια περίπτωση δέσμη δυναμίτιδας ετοποθετήθη από αγνώστους στον σταθμό βενζίνης που διηύθυνε χωρίς όμως να εκραγεί.

Τη νύκτα της 5ης Απριλίου 1973 έκλεισε το σταθμό του κατά την 9ην μ.μ. και κατευθύνθηκε με το αυτοκίνητο του προς την οικίαν του στην περιοχή Δροσιάς στη Λάρνακα, ακολουθούμενος υπό του υπαλλήλου του Νεοφύτου Ανδρέου, που ωδηγηούσε άλλον αυτοκίνητον.

Προ της αναχωρήσεως των από τον σταθμό ο Νεοφύτου παρατήρησε ότι παρακολουθείτο από τον Κυριάκον Κουπή και άλλα δυο πρόσωπα που επέβαιναν σε αυτοκίνητο υπό στοιχεία ΒΚ615.

Καθ' οδόν προς την περιοχή Δροσιάς ο ίδιος μάρτυρας επρόσεξε ότι τα ίδια πρόσωπα τους παρηκολούθουν και πάλι όταν δε έφθασαν στη διασταύρωση των οδών Γρίβα Διγενή και Θεσσαλονίκης, συνάντησαν το ίδιο όχημα εσταθμευμένον εις την αριστεράν πλευράν της οδού προφανώς αναμένον την διέλευσιν του θύματος. Ο Κυριάκος Κουππής εξήλθε του οχήματος και εκάλεσε τον Φωτίου όπως σταματήσει, όπερ και έπραξε.

Ταυτοχρόνως κατήλθαν του οχήματος και τα άλλα δυο πρόσωπα, τα οποία συνόδευαν τον πρώτο και τα οποία ο μάρτυρας ανεγνώρισε ως τους Κυριάκο Μαρίου Κακή και Κλαύδιο Νεοκλέους. Και οι τρεις οπλοφορούσαν ο μεν Κουπήπς έφερε περίστροφο ή πιστόλι οι δε άλλοι δυο αυτόματα οπλοπολυβόλα.

Ο Κουπής προσήγγισε το θύμα και κτυπώντας το όπλο του στα παράθυρα του ζήτησε από τούτον όπως κατέλθει του οχήματος του.

Το θύμα τότε εξεκίνησε το αυτοκίνητον του και αποπειράθηκε να διαφύγει χωρίς όμως να επιτύχει τούτο καθ' ότι οι Κυριάκος Κουππής και Κυριάκος Κακής έρριψαν αλλεπάλληλους πυροβολισμούς εναντίον του ως αποτέλεσμα των οποίων υπέστη τας κακώσεις αίτινες επέφερον τον θάνατον του.

Αργότερον η Αστυνομία διεπίστωσεν την ύπαρξιν εις την σκηνήν του εγκλήματος αριθμού καλύκων σφαιρών αυτομάτων όπλων ή πιστολίου.

Ταυτοχρόνως ο Νεόφυτος Ανδρέου κατόρθωσε να διαφύγει και ηδυνήθη τοιουτοτρόπως να προβεί εις λεπτομερή κατάθεση στην Αστυνομία.

Δι' άλλης μαρτυρίας ενισχύεται η μαρτυρία του Ανδρέου εις ό,τι αφορά τα εγκληματικόν τούτο επεισόδιον. Μετά δε την διάπραξιν του Εγκλήματος η παράνομος οργάνωσις ΕΟΚΑ Β εξέδωσε φυλλάδιον διά του οποίου ανελάμβανε ευθύνην διά το στυγερόν τούτο έγκλημα. Εκ τούτου δε προκύπτει ότι τα ελατήρια υπήρξαν πολιτικά.

Εν όψει της ανωτέρω ματυρίας θα ανέστελλον την έκδοσιν πορίσματος, συμφώνως των προνοιών του άρθρου 23 του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153 εάν τα ανωτέρω τρία πρόσωπα ευρίσκοντο υπό κράτησιν ή υπήρχε πρόθεσις των αστυνομικών αρχών καθ' ότι η υφισταμένη μαρτυρία αποκαλύπτει την διάπραξιν σοβαρωτάτου εγκλήματος υπό κατονομασθέντων προσώπων. Η σύλληψις των προ του πραξικοπήματος ήτο αδύνατος, είναι δε πρόδηλον αι αρχαί δεν προτίθενται να προβούν εις την σύλληψιν των προσώπων αυτών να προσάψουν κτηγορίαν εναντίον των.

Τούτο προκύπτει εκ του γεγενότος ότι όλη η δοθείσα ματυρία ενώπιον μου ήτο εις γνώσιν των αρχών, ως και ο τόπος διαμονής των τριών αυτών προσώπων και ουδεμία σύλληψις εγένετο και τούτο πιθανώς λόγω των εξαγγελθέντων μέτρων αμνηστίας υπό της νομίμου Κυβερνήσεως.

Εις απόφασιν του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, ο Δικαστής και νυν Πρόεδρος του Δικαστηρίου Λάρνακος κ. Γ. Πικής ερμηνεύων τας προνοίας των άρθρων 23 και 25 του περί Θανατικών ανακριτών νόμου, Κεφ. 153 απεφάνθη ότι αύται δέον όπως αναγινώσκωνται, εν συναρτήσει προς τας προνοίας του άρθρου 113.2 του Συντάγματος, το οποίον δίδει αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τας υπ' αυτόν αρχάς δι' άσκησιν δημοσίας ποινικής διώξεως και ως εκ τούτου ο θανατικός ανακριτής δέν κέκτηται εξουσίαν να προσάψη κατηγορίαν καθ' οιουδήποτε προσώπου.

Αι αστυνομικαί Αρχαί έλαβον γνώσιν του θανάτου του αποβιώσαντος, αυτόπται δε μάρτυρες προέβησαν εις καταθέσεις αναφορικώς προς τας συνθήκας υπό τας οποίας επυροβολήθη το θύμα. Ως αποτέλεσμα, εξεδόθησαν εντάλματα διά την σύλληψιν τριών προσώπων, δηλαδη των:

Κυριάκου Νικολάου Κουππή, εκ Λάρνακος, Κυριάκου Μαρίου Κακή εκ Λάρνακος και Κλαυδίου Νεοκλέους εκ Λάρνακος, πλην όμως ούτοι εξηφανίσθησαν και κατεζητούντο υπό της αστυνομίας μέχρι της ημέρας του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, 1974, οπότε οι τρεις καταζητούμενοι ενεφανίσθησαν και περί πλέον ανέλαβον διάφορα αξιώματα εις την Αστυνομίαν Λάρνακος τα οποία και διετήρησαν μέχρι του Σεπτεμβρίου του 1974.

Εκτοτε ο εις εξ αυτών, ήτοι ο Κλαύδιος Νεοκλέους ανέλαβε εκ νέου καθήκοντα εις κυβερνητικήν υπηρεσίαν δηλαδή την Πυροσβεστικήν, όπου εργοδοτείτο και προ της εξαφανίσεως του, ο Κυριάκος Κουππής ευρίσκεται εις Λάρνακα, ο δε Κυριάκος Κακής μετέβη κατά τον Σεπτέμβριον του 1974 εις Ηνωμένον Βασίλειον επέστρεψε και ανεχώρησεν εκ νέου εκ του λιμένος Λεμεσού περί τον Φεβρουάριον ή Μάρτιον του 1975 εις Αγγλίαν όπου και παραμένει μέχρι σήμερον.

Το Δικαστήριο έκλεισε την απόφαση του ως εξής:

"Ο θάνατος του Φωτίου επήλθε συνεπεία τραυμάτων που προεκλήθησαν από σφαίρας. Η δολοφονία του εσχεδιάσθη και εξετελέσθη κατόπιν προκαθορισθέντος προγράμματος".

Για την υπόθεση συνελήφθη ο Κυριάκος Κουππής ο οποίος δεν παραδέχθηκε ενοχή.

Υστερα από δίκη όμως ο Κουππής καταδικάσθηκε σε θάνατο.

Ο Κουππής υπέβαλε έφεση και το Ανώτατο Δικαστήριο μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια στις 30 Οκτωβρίου 1977.

Τρεις από τους δικαστές αποφάσισαν ότι "η έφεσις έπρεπε να επιτραπή εν μέρει και ο εφεσείων να ευρεθή ένοχος μόνον ανθρωποκτονίας".

Οι άλλοι δικαστές απεφάσισαν ο μεν πρώτος υπέρ της καταδίκης και ο δεύτερος ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους η υπόθεση έπρεπε να επανεκδικασθή".

Την πρώτη απόφαση πήραν οι δικαστές Λούης Λοϊζου, Τάσος Χατζηαναστασίου και Γιαννάκης Μαλακτός. Υπέρ της καταδίκης ετάχθη ο Ανδρέας Λοϊζου ενώ ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης απεφάσισε για επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Ετσι ο Κουππής βρέθηκε με πλειοψηφία ένοχος για ανθρωποκτονία και του επεβλήθη ποινή ισόβιας φυλάκισης.

Για τον Κουππή παρουσιάστηκαν οι δικηγόροι Μανώλης Χριστοφίδης και ο Γεώργιος Γεωργίου, ενώ για τη Δημοκρατία παρουσιάστηκαν οι δικηγόροι Σ. Νικολαϊδης και Ρ. Γαβριηλίδης.

Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης ανέφερε στην απόφαση του ότι η υπόθεση έπρεπε να επανεκδικαστεί γιατί κατά τη δίκη στο Κακουργιοδικείο Λάρνακας προέκυψε ουσιώδης σοβαρή ανισότητα μέσων και δυνατοτήτων μεταξύ της κατηγορούσης αρχής και της υπεράσπισης λόγω του γεγονότος ότι "εις τους συνηγόρους του εφεσείοντος δεν παρεσχέθησαν αι λογικώς αναγκαίαι διευκολύνσεις δι' έξόδων του κράτους".

Ο Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης πρόσθεσε ότι "εφ' όσον είχεν αποφανθεί ότι η υπόθεσις έπρεπε να επανεκδικασθή δεν ηδύνατο να αποφασίση τελεσιδίκως περί οιασδήποτε άλλης πτυχής της υποθέσεως παρετήρησεν όμως ότι έκλινε προς τον άποψιν ως θέμα αρχής, ότι όταν ομάς βαρέως ωπλισμένων ατόμων, όπως ο εφεσείων και οι δύο σύντροφοί του εις την παρούσαν υπόθεσιν, περιφέρεται ανά τας οδούς μιας πόλεως, εν αναμονή πιθανής συναντήσεως μετά πολιτικών αντιπάλων των και κατά τη διάρκειαν τοιαύτης συναντήσεως χρησιμοποιήσουν τα όπλα των με αποτέλεσμα την αποστέρησιν ζωής, υφίστανται τα δεδομένα υπό το φως των οποίων αναλόγως των ειδικών περιστατικών εκάστης υποθέσεως, δύναται να εξαχθή συμπέρασμα περί υπαρξεως προμελέτης προς διάπραξιν φόνου".

Ο Λούης Λοϊζου απεφάσισεν ότι "αφού εμελέτησε την έφεσιν αυτήν πολύ προσεκτικά και με κάποιαν ανησυχίαν και εν όψει των διεξοδικών και μελετημένων επιχειρημάτων τα οποία προετάθησαν υπό των ευπαιδεύτων συνηγόρων αμφοτέρων των πλευρών και της μαρτυρίας ως εμφαίνεται εις τα πρακτικά καιτέληξεν εις το συμπέραμσα ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξη την ύπαρξιν προμελέτης μετά του βαθμού βεβαιότητος του απαραιτήτως εις υπόθεσιν τοιαύτης φύσεως".

Συνέχισε:

"Η μαρτυρία των ουσιωδών μαρτύρων κατηγορίας επί της οποίας το δικαστήριον εβασίσθη διά να εύρη προμελέτην αφήνει πολλά κενά και τα ευρήματα και συμπεράσματα τα βασιζόμενα επ' αυτής είναι κατά τη γνώμην του επισφαλή. Το ελάχιστον το οποίον δύναται να λεχθή είναι ότι ενόψει της φύσεως και ποιότητος της τοιαύτης μαρτυρίας, υπάρχει περιθώριον σοβαράς αμφιβολίας ως προς το κατά πόσον ο φόνος ήτο εκ προμελέτης και ότι ο εφεσείων δικαιούται νομικώς εις το ευεργέτημα της τοιαύτης αμφιβολίας. Κατά την γνώμην μου τούτο μόνον καθιστά την καταδίκη επί του σημείου αυτού επισφαλή και μη ικανοποιητικήν".

Ο Λικαστής Τάσος Χατζηααναστασίου απεφάσισε ότι "υπό το φως της προσαχθείσης μαρτυρίας η απόφασις του Κακουργιοδικείου έδει να ακυρωθή επί τω λόγω ότι λαμβανομένης υπ' όψιν ειδικώτερον της μαρτυρίας περί παρακολουθήσεως του θύματος των αυτοπτών μαρτύρων διά τα πραγματικά γεγονότα, εν σχέσει με τους πυροβολισμούς εναντίον του θύματος, ως και της περιστατικής μαρτυρίας του αστυνομικού εμπειρογνώμονος διά τους πυροβολισμούς εξ επαφής ή εν λόγω απόφασις ήτο αδικαιολόγητος και ότι έδει να ακυρωθή επί τω λόγω πλημμελούς αποφάσεως και του νομικού σημείου ότι ο φόνος εγένετο εκ προμελέτης".

Συνέχισε:

"Επιπροσθέτως και λαμβάνων υπ' όψιν την μαρτυρίαν περί παρακολουθήσεως του θύματος κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι δεν δύναται να λεχθή ότι υπήρχε σχέδιον περί δολοφονίας του θύματος υπό του εφεσείοντος, νοουμένου ότι επρόκειτο μόνον περί υποψίας ότι παρηκολουθούντο προ της 5ης Απριλίου".

Ο Δικαστής Ανδρέας Λοϊζου διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας και τάχθηκε υπέρ της απόρριψης της εφέσεως καθ' ότι όπως ανέφερε "δεν επείσθη ότι η ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου ήτο λαμβανομένης υπ' όψιν της προσαχθείσης μαρτυρίας, αδικαιολόγητος ή ότι η απόφασις του Κακουργιοδικείου έπρεπε να ακυρωθή ως εσφαλμένη νομικώς, ότι υπήρξεν ουσιωδώς πλημμελής απονομή της Δικαιοσύνης. Η αξιολόγησις των μαρτυριών και η διαπίστωσις των γεγονότων ως και η εξαγαγωγή συμπερασμάτων είναι κατά κύριον λόγον ενός των καθηκόντων των πρωτοδίκων δικαστηρίων τα οποία έχουν και το πλεονέκτημα της ακροάσεως των ιδίων των μαρτυριών εν αντιθέσει προς το Εφετείον το οποίον καλείται να κρίνη την αξιοπιστίαν τούτων εκ των τηρηθέντων πρακτικών της δίκης".

Πρόσθεσε:

"Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Κακουργιοδικείον απεδέχθη συν τοις άλλοις ως αξιόπιστον την μαρτυρίαν του Κρίτωνος Γεωργιάδη συμφώνως προς την οποίαν το θύμα μετά τους πρώτους πυροβολισμούς επυροβολήθη δις εξ επαφής όταν το αυτοκίνητον του ακυβέρνητον πλέον επροχώρησε και εσταμάτησεν εις την αριστεράν πλευράν του δρόμου".

Ο δικαστής Γιαννάκης Μαλαχτός απεφάσισεν ότι "εκ των πολλών λόγων εφέσεως ο μόνος ο οποίος κατά την άποψιν του ευσταθεί είναι ότι το Κακουργιοδικείο κακώς απεφάνθη ότι ο εφεσείων είναι ένοχος φόνου εκ προμελέτης".

Πρόσθεσε:

"Η μαρτυρία του Κρίτωνος Γεωργιάδη, της οποίας το κύριον σημείον είναι ότι μετά τους πρώτους πυροβολισμούς είδε τον εφεσείοντα πλησίον της θύρας του οδηγού του αυτοκινήτου του θύματος εις την τελικήν αυτού θέσιν να πυροβολή δύο ή τρεις φορές προς την κατεύθυνσιν του οδηγού δεν έπρεπε να γίνη αποδεκτή ή τουλάχιστον έπρεπε να δημιουργηθή αμφιβολια κατά πόσον ο μάρτυρας αυτός έλεγε τη αλήθειαν επί του σημείου τούτου, δεδομένου ότι κατά την θανατικήν ανάκρισιν ενώπιον του θανατικού ανακριτού δεν είχε καταθέσει τοιούτον τι.

Η δικαιολογία του μάρτυρος αυτού ότι δήθεν ελησμόνησε να αναφέρει το γεγονός αυτό κατά την θανατικήν ανάκρισιν είναι κατά την γνώμην του πολύ πτωχή".

Η απόφαση του Δικαστηρίου έκαμε την υπόθεση των άλλων δυο υπόπτων πολύ πιο εύκολη.

Η Κατηγορούσα Αρχή απάγγειλε στις 12 Νοεμβρίου 1977 κατηγορία εκ προμελέτης για το θάνατο του Γιώργου Φωτίου και εναντίον του άλλου υπόπτου, Κλαύδιου Νεοκλέους, το όνομα του οποίου είχε αναφερθεί στη θανατική ανάκριση, και ο οποίος καταζητείτο και συνελήφθη στην περιοχή του Πύργου Λεμεσού με άλλον καταζητούμενο.

Οπως κατατέθηκε στο Δικαστήριο ο δεύτερος από τους συλληφθέντες φέρεται να είχε απειλήσει ότι η ΕΟΚΑ Β θα δολοφονούσε πέντε βρετανούς στρατιωτικούς στις βάσεις σε περίπτωση που η Βρετανική Κυβέρνηση θα παρέδιδε τον τρίτο ύποπτο για τη δολοφονία του Γεωργίου Φωτίου, Κυριάκο Κακή ο οποίος βρισκόταν στην Αγγλία αναμενόταν απόφαση για έκδοση του στην Κύπρο για να δικασθεί.

Πραγματικά τις 30 Νοεμβρίου σημειώθηκαν δολιοφθορές με μπαράζ εκρήξεων στις βάσεις Δεκέλειας και Ακρωτηρίου- αλλά δεν υπήρχε μαρτυρία ότι σχετίζονταν με την υπόθεση και τις απειλές.

Οπως παρατηρούσε, ωστόσο, η εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ στις 17 Δεκεμβρίου 1978, επομένη της απόρριψης της έφεσης του Κακή από το Εφετείο του Λονδίνου για έκδοση του στην Κύπρο "οι Αγγλοι έχουν συνδυάσει την απαγωγή του Αχιλλέα Κυπριανού -γιου του προέδρου Κυπριανού- με τις εκρήξεις στις βρετανικές βάσεις και την έκδοση του Κακή για να δικασθεί στην κυπριακή Δικαιοσύνη σχετικά με τον φόνο του Γεωργίου Φωτίου".

Τελικά το Κακουργιοδικείο Λάρνακας βρήκε τον Κλαύδιο Νεοκλέους ένοχο ανθρωποκτονίας και τον καταδίκασε σε δεκαπενταετή φυλάκιση.

Οι δικαστές ήταν ομόφωνοι στο ύψος της ποινής αλλά διχάστηκαν στον στόχο του κατηγορούμενου και των συντρόφων του.

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημητράκης Στυλιανίδης ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος και οι σύντροφοί του είχαν πρόθεση να αποτελειώσουν το θύμα τους παρά το γεγονός ότι η πρόθεση αυτή δεν ολοκληρώθηκε, λόγω του ότι δεν είχαν επαρκή χρόνο και ευκαιρία στη διάθεση τους για να σκεφθούν και να την εγκαταλείψουν.

Αντίθετα οι δικαστές Πογιατζής και Λαούτας είχαν την γνώμην ότι ο κοινός σκοπός του κατηγορουμένου και των συντρόφων του δεν ήταν ο θάνατος του Φωτίου αλλά να πάρουν από τον ίδιο εξηγήσεις για την ισχυριζόμενη παρακολούθηση τους.

Αλλά, πρόσθεσαν, λόγω του γεγονότος της οπλοφορίας και των τριών, ο επελθών τελικά θάνατος του Φωτίου μετά την ανταλλαγή δυο πυροβολισμών μεταξύ του Φωτίου και του Κουππή ήταν αποτέλεσμα των γεγονότων ώστε κατά νόμο ο κατηγορούμενος να θεωρήται ένοχος για τους θανατηφόρους πυροβολισμούς εναντίον του Φωτίου.

Ο τρίτος ύποπτος της παρέας ο Κυριάκος (Μάριου) Κακής κατέφυγε τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων, το οποίο αποδέχθηκε τελικά αίτηση του να μη εκδοθεί στην Κύπρο.

Ετσι ο Κακής αφέθηκε ελεύθερος να παραμείνει στην Αγγλία.

Η απόφαση του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 20 Απριλίου 1978, ήταν τελεσίδικη.