Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

7.3.1973: Οι τρεις Μητρoπoλίτες oμoφώvως και "εv θλίψει πoλλή" απoφασίζoυv vα "καθαιρέσoυv" τov Αρχιεπίσκoπo Μακάριo και τoυ δίvoυv περιθώριo 30 ημερώv για vα υπoβάλει έφεση.

S-1917

7.3.1973: ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ "ΟΜΟΦΩΝΩΣ ΚΑΙ ΕΝ ΘΛΙΨΕΙ ΠΟΛΛΗ" ΝΑ "ΚΑΘΑΙΡΕΣΟΥΝ" ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 30 ΗΜΕΡΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΟΒΑΛΕΙ ΕΦΕΣΗ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 22 2 73 (Η φωτογραφία είναι από προηγούμενη συνεδρία των Μητροπολιτών)

Οι τρεις Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιος, Κιτίου Ανθιμος και Κυρηνείας Κυπριανός συνήλθαν στις 7 Μαρτίου 1972 στην Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού στην παρουσία του Χωρεπισκόπου Αμαθούντος Καλλινίκου και του Αρχιμανδρίτη Σιδερά για την τελευταία πράξη του δράματος που είχαν οι ίδιοι δημιουργήσει: Την καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Οι τρεις Μητροπολίτες θεωρούσαν ότι συνήλθαν σε κανονική Σύνοδο με πρόσκληση του πρώτου τη τάξει Μητροπολίτου Πάφου Γεννάδιου.

Η συνεδρία κράτησε δυο μέρες. Στην πρώτη συνεδρία στις 7 Μαρτίου. Η συνεδρία ήταν πολύωρη και κράτησε από το πρωϊ μέχρι το βράδυ.

Μια ένδειξη για τις αποφάσεις έδωσε ο Μητροπολίτης Κυρηνείας ο οποίος δήλωσε στους δημοσιογράφους:

"Αυτή είναι η τελευταία φορά που έρχεσθε εδώ. Ολα θα τελειώσουν..."

Ενώπιον τους οι τρεις Μητροπολίτες είχαν και ένα τηλεγράφημα του Κυπρίου δικηγόρου -Κανονολόγου Ανδρέα Χ. Γαβριηλίδη το οποίο, ωστόσο, δεν έλαβαν καθόλου υπόψη.

Ανέφερε στο τηλεγράφφημά του ο Κύπριος Κανονολόγος στο τηλεγράφημα του προς τον Γεννάδιο:

"Εφαρμογή του αντικανονικού άρθρου 14 του Καταστατικού του 1914, καθιστά απόφασιν σας περί καθαιρέσεως εξ υπαρχής άκυρον και δημιουργεί και διά τους τρεις Μητροπολίτας βαθυτάτας εκκλησιαστικάς και εθνικάς ευθύνας, διά τον σάλον και τον διχασμόν του πληρώματος του λαού που τόσον ελαφρά τη καρδία προκαλείτε.

Το Αγιον Πνεύμα, το πανσόφους τους αλιείς αναδείξαν και το οποίον την στιγμήν ταύτην επικαλείσθε ας φωτίση τας σεπτάς, αλλά θαμβωμένας Κεφαλάς Σας".

Οι τρεις Μητρπολίτες όμως συνέχισαν να πορεύονται προς τον κατήφορο και το βάραρθρο και πήραν τις αποφάσεις τους και "καθαίρεσαν" όπως πίστευαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ανοίγοντας, ωστόσο, τους ασκούς του Αιόλου που τελικά στράφηκαν εναντίον τους χωρίς δρόμο επιστροφής.

Στο έγγραφο για την απόφαση των τριών Μητροπολιτών το οποίο διατηρούσε στο αρχείο του ο Λεμεσιανός δημοσιογράφος Ανδρέας Χατζημιλτής αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με την απόφαση των τριών Μητροπολιτών:

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣ

Στην προκαταρκτική απόφαση αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με τη μαρτυρία που άκουσε η σύναξη των τριών Μητροπολιτών:

"Η Ιερά Σύνοδος της αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου ως η ανωτάτη εκκλησιαστική Δικαστική Αρχή, συνελθούσα σήμερον 7ην Μαρτίου 1973 ημέραν Τετάρτην, εν τη εν Λεμεσώ Ιερά Μητροπόλει Κιτίου, ομοφωνία πάντων των συγκροτούντων ταύτην, πλην του υποδίκου Αρχιεπισκόπου κ. Μακαρίου Γ, Πανιερωτάτων Μητροπολτών Πάφου κ. Γενναδίου, Κιτίου κ. Ανθίμου και Κυρηνείας κ. Κυπριανού, βασιζομένη επί της μαρτυρίας των Αρχιμανδρ. Ιωάννου

ΧΑΡΑΥΓΗ 7 3 1973

Μαλλουρή, Πρωθ. Ανδρέου Παπαϊωάννου και Ιεροδ. Κρίτωνος Διονυσίου και ιδούσα την από 6ης Μαρτίου 1973 επιστολήν του Μακαριωτάτου προς τους Μητροπολίτας κρίνει και αποφασίζει ότι δεόντως το και συννόμως εγένετο την 22αν Φεβρουαρίου 1973, η επίδοσις προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον κ. Μακάριον Γ εν τω Προεδρικώ Μεγάρω εν Λευκωσία πάντων των εγγράφων τα οποία αύτη διέταξε διά της υπό ημερομηνίαν 21ης Φεβρουαρίου 1971, αποφάσεως της όπως επιδοθώσιν προς τον Μακαριώτατον, ήτοι η εν λόγω απόφασις και τα ακολουθούντα Κατηγορητήριον, Κλητήριον Θέσπισμα και πάντες οι συνημμμένοι τω Κατηγορητηρίω πίνακες, ταυτόσημοι απάντων των οποίων εγγράφων περιέχονται εις τον φάκελον της προκειμένης υποθέσεως".

Στη συνέχεια στο ίδιο έγγραφο παρατίθεται η απόφαση των τριών:

ΑΠΟΦΑΣΙΣ

Η Ιερά κσύνοδος, ως η ανωτάτη Εκκλησιαστική δικαστική Αρχή, συνελθούσα σήμερον, 7ην Μαρτίου 1973, ημέραν Τετάρτην εν τη εν Λεμεσώ Ιερά Μητροπόλει Κιτίου και διασκεψαμένη επί της απαγγελθείσης κατά του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Μακαρίου Γ κατηγορίας, επί τω ότι παρά την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και τας διατάξεις των Ιερών Κανόνων επεδίωξε, ανέλαβε, ήσκησε και διατηρεί κοσμικήν εξουσίαν, ομοφωνία πάντων των συγκροτούντων ταύτην, πλην του υποδίκου Αρχιεπισκόπου κ. Μακαρίου Γ, Πανιερωτάτων Μητροπολιτών Πάφου κ. Γενναδίου, Κιτίου κ. Ανθίμου και Κυρηνείας κ. Κυπριανού, κρίνει αποφασίζει και διατάττει ως ακολούθως:-

Α). Επειδή συμφώνως προς το άρθρον 9 ια (γιώτα άλφα), του Καταστατικού της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου (1914) εν τοις εξής αναφερομένου ως το Καταστατικόν, η Σύνοδος αυτής "εξασκεί δικαιοδοσίαν επί κανονικών παραπτωμάτων του κλήρου και του λαού" συμφώνως δε προς το άρθρον 14 του Καταστατικού: "Η απόφασις περί καθαιρέσεως Επισκόπων απαιτεί ομοφωνίαν πάντων των συγκροτούντων την σύνοδον πλην του υποδίκου" αρμοδία συνεπώς όπως επιληφθή του υπό κρίσιν θέματος και εκδικάση και διαγνώση ταύτα, είναι η σύνοδος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου συμφώνως προς το άρθρον 14 του Καταστατικού.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 7 3 1973

Β). Και επειδή η δικαιοδοσία αύτη της Συνόδου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου ευρίσκεται εν απολύτω αρμονία προς τε τους Ιερούς Κανόνας και την εν γένει κανονικήν τάξιν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Θεμελιώδης τω όντι επί του προκειμένου κανονική αρχή είναι, ότι η σύνοδος εκάστης τοπικής Εκκλησίας είναι το αρμόδιον όργανον προς κρίσιν των Επισκόπων αυτής (πρβλ. καν. δ (δέλτα) και ιβ (Γιώτα Βήτα) της εν εν Αντιοχεία Συνόδου δ (δέλτα) της Α Οικουμ. Συνοδ. και β (Βήτα) της Β Οικουμ. Συν. και βλέπε και Ράλη-Τατλή τομ. II σελίς 171 σχετικόν σχόλιον του Βαλσαμώνος). Ιδιαιτέραν συνεπώς σημασίαν ενέχει και εκ της απόψεως ταύτης ο ευθέως την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν Κύπρου αφορούν η (ήττα) Κανών της Γ Οικουμενικής Συνόδου: ....έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των Αγίων Εκκλησιών, των κατά την Κύπρον προεστώτες, κατά τους κανόνας των οσίων πατέρων και την αρχαίαν συνήθειαν, δι' εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων Επισκόπτων ποιούμενοι..."

Γ. Βεβαίως υπάρχουσι και ο κανών της εν Κωνσταντινουπόλει τοπικής συνόδου και ο ιβ (γιώτα Βήτα) της εν Καρθαγενη. Αλλά διά τούτων των κανόνων, ου μόνον δεν ανατρέπεται η θεμελιώδης αρχή, ότι αρμόδιον όργανον προς εκδίκασιν κατηγοριων κατά Επισκόπων είναι η Σύνοδος των Επισκόπων εις ην ανήκουσιν ούτοι, αλλά και εισάγεται ιδία διά του ιβ (Γιώτα Βήτα) κανόνος της εν Καρθαγένη τοπικής Συνόδου, ελαστικωτέρα ερμηνεία αυτής.

Ο κανών της εν Κωνσταντινουπόλει τοπικής Συνόδου απαγορεύει τη υπό δύο μόνον επισκόπων καθαίρεσιν επισκόπου, απαιτεί δε χάριν της ασφαλείας των υπό κρίσιν επισκόπων, τη παρουσία, ου μόνον τριών επισκόπτων, ως ορίζει ο δ (δέλτα) κανών της Α (πρώτης) Οικουμενικής Συνόδου, αλλά περισσοτέρων και ει δυνατόν, πάντων των αποτελούντων την σύνοδον της Επαρχίας Επισκόπων. Αυτονόητον, όμως, ότι ο κανών ούτος προϋποθέτει συνόδους, αίτινες έχουσιν επισκόπους περισσοτέρους των τριών, ουδόλως δε αποβλέπει εις την κατάργησιν της δικαιοδοσίας συνόδων συγκροτουμένων υπό τριών επισκόπτων, αριθμός όστις συνιστά το ελάχιστον όριον προς συγκρότησιν συνόδου, συμφώνως και προς τον δ (δέλτα) κανόνα της Α (πρώτης) Οικουμενικής Συνόδου.

Ομοίως ο ιβ (Γιώτα Βήτα) Κανών της εν Καρθαγένη τοπικής Συνόδου εισάγει, ως είπωμεν, ελαστικωτέραν ερμηνείαν, εις τα μέχρι τότε κρατούντα. Ενώ δηλαδή απητείτο κατ' αρχήν η παρουσία του συνόλου των Επισκόπων των συνόδων της Βορείου Αφρικής ως γνωστόν δε αι Σύνοδοι αύται ήσαν λίαν πολυάριθμοι, προς εκδίκασιν των κατά επισκόπτων κατηγοριών, διά του παρόντος Κανόνος περιορίζεται η σχετική απαίτησις εις μικράν σχετικώς αντιπροσώπευσιν του συνόλου των Επισκόπων, ήτοι ο Κανών ούτος θεωρεί επαρκή την παρουσίαν δώδεκα επισκόπων εις περιπτώσεις καθ' ας πρόκειται περί πολυμελών συνόδων, εν άλλαις λέξεσιν ο ιβ (Γιώτα Βήτα) Κανών δεν αποσκοπεί την κατάλυσιν της δικαιοδοσίας Κανόνων οίτινες έχουσιν αριθμόν επισκόπων μικρότερον των δώδεκα, αλλά την διευκόλυνσιν Συνόδων συγκροτουμένων υπό μεγάλου αριθμού Επισκόπων, ως χαρακτηριστικώς παρατηρεί ο Ζωναράς, εν σχολίω ες τον ιβ (Γιώτα Βήτα) Κανόνα της εν Καρθαγένη τοπικής Συνόδου "οι Επίσκοποι κατηγορούμενοι παρά των οικείων Συνόδων ωρίσθησαν κρίνεσθαι. Εάν δε Επισκόπου επί εγκλήματι κατηγορουμένου δυσχερές είη πάνυ όλην την Σύνοδον συνελθείν, ή τους πλείονας δώδεκα φησί, συνερχόμενοι Επίσκοποι εξεταζέσωσαν την υπόθεσιν..." (Ράλλη-Ποτλή, τόμος III σελ.322).

ΧΑΡΑΥΓΗ 7 3 1973

Οτι οι κατηγορούμενοι επίσκοποι υπό της Ιεράς Συνόδου κρίνονται, μαρτυρείται και εκ της ιστορίας αυτής της Εκκλησίας Κύπρου. Ούτως ο Αριχεπίσκοπος Αθανάσιος καθηρέθη ερήμην το 1598 υπό των τεσσάρων τότε Επισκόπων της Κύπρου (πρβλ. Φιλίππου Γεωργίου ειδήσεις, Ιστορικαί, σελίς 79-80). Ο δε Αρχιεπίσκοπος Γερμανός Β καθηρέθη το 1703 υπό των τριών τότε Επισκόπων της Νήσου (πρβλ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, "η Εκκλησία Κύπρου, επί Τουρκοκρατίας" σελ. 66-67).

Συνεπώς η σχετική διάταξις του Καταστατικού της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, καθ' ην αρμόδιον όργανον όπως επιληφθή της εκδικάσεως και διαγνώσεως εις πρώτον βαθμόν κατηγοριών κατά "Επισκόπων είναι η Σύνοδος αυτής, εφ' όσον συγκροτείται εκ τριών τουλάχιστον Επισκόπων, ευρίσκεται εν απολύτω αρμονία προς την ανέκαθεν κρατούσαν κανονική τάξιν της "Ορθοδόξου Αποστολικής Εκκλησίας. Πάσα αντίθετος ερμηνεία προσκρούει εις το αληθές πνεύμα των Ιερών Κανόνων και είναι καταλυτική συνεχώς δε και ασυμβιβαστος προς την έννοιαν του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Κύπρου.

Γ). Και επειδή κατά το άρθρον 4 του Καταστατικού αναγινωσκόμενον εν συνδυασμώ προς το άρθρον αυτού 14, η σύγκλησις και η προεδρία της Συνόδου προς εκδίκασιν της υπό κρίσιν υποθέσεως, ανήκει φυσικώ τω λόγω, εφ' όσον ο Αρχιεπίσκοπος ως υπόδικος προδήλως κωλύεται να ενεργήση τι σχετικώς, εις τον πρώτον τη τάξει Μητροπολίτην της Κύπρου, ήτοι τον Μητροπολίτην Πάφου κ. Γεννάδιον. Σε προδιαληφθέν άρθρον 14, ούτως ερμηνευόμενον και εφαρμοζόμενον, θεμελιούται πλήρως εις την κανονικήν πράξιν και παράδοσιν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.

Ε). Επομένως η Ιερά Σύνοδος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου, αρμοδίως και συννόμως συγκληθείσα υπό του Πανιερωάτου Μητροπολίτου Πάφου κ. Γενναδίου, διά των επιστολών αυτού υπό ημερομηνίαν 12 Φεβρουαρίου 1973, προς τους λοιπούς Μητροπολίτας, αρμοδίως και συννόμως συνήλθεν ενήργησε και αποφάσισε τη 21η Φεβρουαρίου 1971, ως εμφαίνεται εις το σχετικόν πρακτικόν της αυτής ημερομηνίας, ως επίσης αρμοδίως και συννόμως συνέρχεται σήμερον, επί τω τέλει να εκδικάση την υπό κρίσιν υπόθεσιν, ο δε περί του αντιθέτου ισχυρισμός του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Μακαρίου Γ, διά της από 6ης Μαρτίου 1971, επιστολής αυτού, ελέγχεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

II. Η Ιερά Σύνοδος ιδούσα την προειρημένην από 6ης Μαρτίου 1973 επιστολήν του Αρχιεπισκόπου και ήδη κατατεθείσαν εις τον φάκελον της υποθέσεως και ακούσασα των μαρτύρων εν τη προκειμένη υποθέσει και ιδούσα πάντα τα λοιπά στοιχεία και έγγραφα του φακέλου, συμπεριλαμβανομένων και των εις τους συνημμένους τω Κατηγορητηρίω πίνακας υπό στοιχεία Β-Η και 1-5 παρατιθεμένων τοιούτων, ως επίσης και τα χωρία της Αγίας Γραφής και τους Ιερούς Κανόνας τους διαλαμβανομένους εν τω πίνακι υπό στοιχείων Α (συνημμένω τω

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 4 1 1973

Κατηγορητηρίω) χωρούσα περαιτέρω και ομοφωνία πάντων των συγκροτούντων ταύτην, πλην του υποδίκου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Μακαρίου Γ, Πανερωτάτων Μητροπολιτών Πάφου κ. Γενναδίου, Κιτίου κ. Ανθίμου και Κυρηνείας κ. Κυπριανού, διαπιστοί, κρίνει, αποφασίζει και διατάττει ως ακολούθως:-

α). Επειδή ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ ενθρονισθείς ως Αρχιεπίσκοπος Κύπρου την 20ην Οκτωβρίου 1950 και έκτοτε αδιαλείπτως συνεχίζων και διατηρών την εν λόγω Αρχιεπισκοπικήν αυτού ιδιότητα, επεδίωξε δι' εκλογών- και δη των διεξαχθεισών εν Κύπρω κατά Δεκέμβριο του 1959, Φεβρουάριον του 1968 και Φεβρουάριον του 1973 αντιστοίχως προς εκλογήν και ανάδειξιν του Προέδρου της Δημοκρατίας της Κύπρου- και την 16ην Αυγούστου 1960 ανέλαβε το κοσμικόν και πολιτικόν αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας της Κύπρου, το οποίον και έκτοτε αδιαλείπτως διατηρεί, ασκών απάσας τας συναφείς προς τούτο εξουσίας. Και περαιτέρω,-

β). Επειδή ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Μακάριος Γ δεόντως και σαφώς εκλήθη ίνα παραιτηθή του εν λόγω πολιτικού υπουργήματος του Προέδρου της Δημοκρατίας της Κύπρου δι' εγγράφων των τριών Μητροπολιτών Πάφου κ. Γενναδίου, Κιτίου κ. Ανθίμου και Κυρηνείας κ. Κυπριανου, υπό ημερομηνίας 2 Μαρτίου 1972, 27 Μαρτίου 1972, 1 Ιουνίου 1972, 18 Σεπτεμβρίου 1972, 19 Οκτωβρίου 1972 και 25 Ιανουαρίου 1973 αντιστοίχως, ως επίσης και διά της από 8ης Δεκεμβρίου 1972 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου (πιστόν αντίγραφον απάντων των εν λόγω εγγράφων παρατίθεται εις τους εν λόγω πίνακας υπό στοιχεία Β-Η αντιστοίχως) αλλ' ούτος αντιτάξας επίμονον άρνησιν προς συμμόρφωσιν, ως τούτο διαπιστούται και εκ των απαντητικών αυτού επιστολών υπό ημερομηνίας 19 Μαρτίου 1972, 10 Ιουνίου 1972, 18 Οκτωβρίου 1972 30 Οκτωβρίου 1972, και 18 Δεκεβρίου 1972 αντιστοίχως, (πιστόν αντίγραφον των οποίων παρατίθεται εις τους εν λόγω πίνακας, υπό στοιχείων 1-5 αντιστοίχως), ουχί μόνον εξηκολούθησεν ασκών και διατηρών τη μήπω μέχρι της 25ης Φεβρουαρίου 1973 εκπνεύσασαν θητείαν αυτού, ως Προέδρου της Δημοκρατίας της Κύπρου, αλλά και εκθέσας εκ νέου υποψηφιότητα την 8ην Φεβρουαρίου 1973, ανακηρύχθη την αυτήν ημέραν, ελλείψει άλλου ανθυποψηφίου ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας διά την προσεχή πενταετίαν (βλέπε Επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας αριθ. 972 της 9ης Φεβρουαρίου 1973, παράρτημα τρίτον, μέρος Ι, αριθμ. πράξεως 16). Και,-

γ) Επειδή η προεδρία της Δημοκρατίας συνιστά αμαμφισβητήτως εξουσίαν κοσμικήν εν τη εννοία των προδιαληφθέντων χωρών της Αγίας Γραφής και των Ιερών Κανόνων, σαφώς εντεταγμένην εντός του πολιτειακού χώρου και μόνον, αυστηρώς και αποκλειστικώς οριζομένην και διεπομένην υπό του ανωτάτου Νόμου της κυπριακής πολιτείας, ήτοι του συντάγματος της δημοκρατίας της Κύπρου, 16ης Αυγούστου 1960, και δή ασχέτως και άνευ οιασδήποτε αναφοράς προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, τους Ιερούς Κανόνας, τας παραδόσεις και τα θέσμια της Ιεράς ημών Εκκλησίας, του δε φορέως της εν λόγω κοσμικής και πολιτικής εξουσίας, ασκούντος ταύτην ισταμένου επί εδάφους ουχί Εκκλησιαστικού αλλά κοσμκού και συνήθως εν Υπουργικώ Συμβουλίω και ουχί εν Συνόδω. Οθεν στερείται πάσης σοβαρότητος το εκ της δήθεν συναρτήσεως ή δήθεν συζεύξεως Εθναρχίας-Προεδρίας προβαλλόμενον επιχείρημα, καθ' ο εις την προκειμένην υπόθεσιν η Εθναρχική ιδιότης του Μακαριωτάτου αίρει το εξ απόψεως κανονικού δικαίου κώλυμα της υπ' αυτού επεδιώξεως αναλήψεως, ασκήσεως και διατηρήσεως της Προεδρίας της Κύπρου εκλεγομένου κατά περιόδους και όντος Προέδρου ολοκλήρου του λαού της νήσου- Ελλήνων, δηλονότι, Τούρκων, Μαρωνιτών, Αρμενίων, Αθιγγάνων και οίτινων άλλων- κατάδηλον τυγχάνει το όλως αθεμελίωτον του ισχυρισμού περί συναρτήσεως, δήθεν ή συζεύξεως Εθναρχίας -Προεδρίας, εν τω προσώπω του άμα και ισοβίως

αναδεικνυουμένου ως Αρχιεπισκόπου. Τω όντι η εθναρχική εξουσία είναι παντελώς διάφορος της Προεδρικής τοιαύτης μεταξύ άλλων, ως προς τη πηγήν, τον φορέα, την φύσιν, τον χαρακτήρα και την έκτασιν ταύτης, ως επίσης και ως προς τους επιδιωκομένους σκοπούς, άξιον ιδιαιτέρως μνείας τυγχάνει και τούτο, ήτοι: Ως προς τον πρωτογενή και ύστατον επιδιωκόμενον σκοπόν, αι δύο εξουσίαι, η Εθναρχική και η Προεδρική, ουχ μόνον δεν συναρτώνται ή συζεύγνυνται, αλλ' αντιθέτως αντιμάχονται αλλήλας, καθ' ότι ο υπέρτατος σκοπός της μεν Εθναρχίας είναι η απελευθέρωσις της ελληνικής Κύπρου, διά της πολιτικής και νομικής ενσωματώσεως αύτης εις τη ελευθέραν ελληνικήν Πολιτείαν, ήτοι η κατάλυσις της Κυπριακής Δημοκρατίας, της προεδρίας δε τουναντίον ο πρωταρχικός σκοπός είναι η διατήρησις της ανεξαρτησίας της Κυπριαής Πολιτείας, ως άλλωστε τούτο τονίζεται και εις την επί τούτω διδομένην υπό του Προέδρου διαβεβαίωσιν προς την Βουλήν των αντιπροσώπων κατά το άρθρον 42 του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και,-

δ) Επειδή η άσκησις κοσμικής εξουσίας και δη και της προεδρικής τοιαύτης, ως προείρηται ως επίσης και δι' εκλογών επιδίωξις, ανάληψις, άσκησις και διατήρησς ταύτης υπό κληρικού ου μόνον αντιβαίνει απολύτως προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και τοης Ιερούς Κανόνας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας (βλέπε τα σχετικά χωρία της Αγίας Γραφής και τους Ιερούς Κανόνας εν τω προειρημένω πίνακι) αλλά και ουδόλως δύναται να συγκαλυφθή τοιαύτη της ενέργεια υπό της Εθναρχικής ιδιότητος, δεδομένου ότι ως προείρηται, ουδεμία σχέσις ή ομοιότης υφίσταται μεταξύ της ενθρονήσεως και της άσκησης της προεδρικής εξουσίας. Πράγματι, εκ των ποροδιαληφθέντων κειμένων της Αγίας Γραφής και των Ιερών Κανόνων (βλέπε) πίνακα ως ανωτέρω) σαφώς εξάγεται επιταγή, ανεπίδεκτος οιασδήποτε παρερμηνείας καταδεικνύουν το αγεφύρωτον χάσμα, όπερ υφίσταται μεταξύ εκκλησιαστικής και κοσμικής ή πολιτικής εξουσίας, ως επίσης και το εντελώς ασυμβίβαστον της ασκήσεως αμφοτέρων υπό του αυτού προσώπου (πρβλ Αθανασίου Β.Ε.Π., τόμος 31, σελ, 175. Ιωάν. Χρυσοστόμου Λόγος Α, εις Οζίαν, Πηδάλιον έκδοσις Ζ, σελ. 109, Ν.Μ. Δαμαλά Ερμηνεία εις Καινήν Διαθήκην τόμος Γ, σελ. 258, Νικοηφόρου Καλογερά Πνευματική σελίς 53, Αμίλκα Αλιβιζάτου Εκκλησία και Πολιτεία, σελ. 19 και κ. Ιερων. Κοτσώνη νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών, η ψήφος των Κληρικών "Ακτίνες" Ιουνίου 1954, σελ. 246-254 και " Ανάπλασις" Ιουνίου 1954, Τρεμπέλα Υπομνήματα εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον σελ. 20 και Ράλλη Ποτλή τ.ΙΙΙ σελίς 345 κλπ). Και,-

ε). Επειδή μεγίστη σημασία, ην ευθύς απ' αρχής προσέδωκεν η Εκκλησία εις το θέμα των σχέσεων εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίαςι εις την διαφύλαξιν και διασφάλισιν του ιδιαζόντως πνευματικού και υπερκοσμίου χαρακτήρος του εκκλησιαστικού λειτουργήματος από πάσης νοθείας ή αναμίξεως μετά της κοσμικής εξουσίας καταδεικνύεται ου μόνον εκ του γεγονότος ότι διά των πρώτων συνοδικών αποφάσεων ερρύθμισε και το θέμα τούτο, αλλά και αδιαλείπτως παρηκολούθει αυτό και δι' επανειλημμένων αποφάσεων απηγόρευσε την ανάληψιν και άσκησιν κοσμικής εξουσίας υπό Εκκλησιαστικών λειτουργών επί απειλή επιβολής κατά των παραβατών της βαρυτάτης ποινής της καθαιρέσως (πρβλ. Αποστ. Καν, στ (σίγμα τάφ) και πα (πι-άλφα), πγ (πί γάμμα), Οικουμ. Συν. Γ (γάμμα) και ζ (ζήτα), Ζ (ζήτα) Οικουμ, Συνόδου Καν.ι (γιώτα) ΑΒ εν Κωνσταντινουπόλει, Συν, Καν, ια ( γιώρτα άλφα) και Καρθαγένης Καν, ιη (γιώτα ήττα) (. Και,-

στ) Επειδή ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Μακάριος Γ, δεόντως κατ' επανάληψιν κληθείς επιμόνως ηρνήθη να εμφανισθή ενώπιον της Ιεράς Συνόδου, ούτως δε ευλόγως θεωρείται ότι "αυτός καθ' εαυτού της καταδικης της ψήφον εκπεφώνηκε" (ιΘ (γιώτα Θήτα) Κανών Καρθαγένης.

ΙΙΙ Διά ταύτα η Ιερά Σύνοδος, ομοφωνία πάντων των συγκροτούντων ταύτην, πλην του υποδίκου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Μακαρίου Γ. Πανιερωτάτων Μητροπολιτών Πάφου κ. Γενναδίου, Κιτίου κ. Ανθίμου και Κυρηνείας κ. Κυπριανού, δικάζουσα ερήμην του Κατηγορουμένου,

ΑΓΩΝ 16 1 1973

α). Κηρύττει τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου κ. Μακάριον Γ ένοχον επί του κατηγορητηρίου, ήτοι ένοχον του εκκλησιαστικού παραπτώματος της κατά παράβασιν των προδιαληφθέντων Γραφικών χωρίων και ιερών Κανόνων, επιδιώξεως αναλήψεως, ασκήσεως και διατηρήσεως κοσμικής εξουσίας, ήτοι της προεδρίας της κυπριακής Δημοκρατίας ως προείρηται κηδομένη δε του κύρους της Εκκλησίας, εις αναρχίαν, εν πολλοίς και χειμασμόν εκ της τοιαύτης Πολιτείας του Αρχιεπισκόπου περιελθούσης και επί πλείστον ήδη μακροθυμήσασα ομοφώνως και εν θλίψει πολλή καθαιρεί τούτον παντελεί καθαιρέσει του Επισκοπικού και κληρικού καθόλου, άνευ ουδενός δικαιώματος εκ των προσηκόντων τη κληρική καθόλου τάξει, τούτο δε κατ' επιταγήν των προδιαληφθέντων Ιερών Κανόνων.

β) Τάσσει προθεσμίαν τριάκοντα καθαρών ημερών από της προς τον Αρχιεπίσκοπον Κοινοποιήσεως της προκαταρκτικής και της παρούσης αποφάσεως, ίνα ούτως ακσήση, εάν επιθυμή, το ο κέκτηται δικαίωμα, εκκλήσεως προς την έκτακτον Σύνοδον, κατά τα εν άρθρω 14 του καταστατικού διακελευόμενα.

γ). Διατάττει ως ο αμέσως κατωτέρω: Η ως άνω ποινή αναστέλλεται μέχρι λήξεως της ειρημένης προθεσμίας των τριάκοντα καθαρών ημερών από της κοινοποιήσεως προς τον Αρχιεπίσκοπον της προκαταρκτικής και της παρούσης αποφάσεως, εν περιπτώσει δε ασκήσεως υπ' αυτού του ως άνω δικαιώματος εκκλήσεως προς την έκτακτον Σύνοδον περί ης διαγορεύει το άρθρον 1 του καταστατικού, ως προείρηται, η εν λόγω ποινή αναστέλλεται μέχρι της εκδόσεως υπό της Συνόδου ταύτης της τελικής σχετιΚής αυτής αποφάσεως.

δ). Ορίζει όπως ο Αρχιεπίσκοπος απε της προς αυτόν κοινοποιήσεως της παρούσης αποφάσεως και μέχρις ου αύτη καταστή τελεσίδικος, ουδέν το απορρέον εκ της θέσεως Προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας Κύπρου ενεργή ή πράττη.

ε. Κρίνει και διατάττει ότι διά τους σκοπούς της προκαταρκτικής και της τοιαύτης αποφάσεως "κοινοποίησις" προς τον Αρχιεπίσκοπον θεωρείται ως επαρκώς και αρμοδίως γενομένη και η ταχυδρομική αποστολή των εν λόγω αποφάσεων ή άλλου σχετικού εγγράφου, διά φακέλλου επί συστάσει, απευθυνομένου προς αυτόν εις τη Ιεράν Αρχιεπισκοπήν, Λευκωσίαν. Πάσα δε σχετική προθεσμία θα άρχηται τρέχουσα από της ταχυδρομήσεως του εν λόγω φακέλου.

Εγένετο

Εν τη εν Λεμεσώ Ιερά Μητροπόλει Κιτίου

τη 7η Μαρτίου 1973

+Ο Πάφου ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ

+Ο Κιτίου ΑΝΘΙΜΟΣ

+ Ο Κυρηνείας ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ

ΑΓΩΝ 16 1 1973

Η απόφαση των τριών Μητροπολιτών κοινοποιήθηκε και προς τον κυπριακόν λαόν με ανακοίνωση:

" Η Ιερα Σύνοδος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου συνελθούσα σήμερον Τετάρτην 7ην Μαρτίου 1973 εν τη εν Λεμεσώ Ι. Μητροπόλει Κιτίου, ως Ανωτάτη Εκκλησιαστική Δικαστική Αρχή, συμφώνως προς την απόφασιν της συνεδρίας της 21ης Φεβρουαρίου 1973, επελήφθη της εκδικάσεως της κατηγορίας κατά του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Μακαρίου Γ ως αύτη διελήφθη εις το επιδοθέν προς αυτόν σχετικόν Κατηγορητήριον.

Η Ιερά Σύνοδος απορρίψασα ως αβάσιμον ισχυρισμόν του Μακαριωτάτου περιεχόμενον εν τη από 6.3.1973 επιστολήν αυτού περί αναρμοδιότητος αυτής προς εκδίκασιν της κατ' αυτού κατηγορίας εχώρησεν ες ακρόασιν της υποθέσεως, ακούσασα δε μαρτύρων και διεξελθούσα τα συναφή προς αύτην έγγραφα, εύρε τον Μακαριώτατον ένοχον επί της κατηγορίας.

Η Ιερά Σύνοδος κηδομένη του κύρους της Εκκλησίας ήτις περιήλθεν εν πολλοις εις αναρχίαν και χειμασμόν εκ του εκκλησιασικού παραπτώματος του Αρχιεπισκόπου επί πλείστον δε ήδη μακροθυμήσασα κατ' επιταγήν των Ιερών Κανόνων παρέβη εν θλίψει πολλή εις την καθαίρεσιν του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ από του Επισκοπικού και κληρικού καθόλου αξιώματος και επαναφοράν τούτου εις την τάξιν των λαϊκών.

Εις τον καταδικασθέντα Αρχιεπίσκοπον ετάχθη προθεσμία τριάκοντα ημερών μετ' αναστολής της ποινής, προς έφεσιν".